Anonymous

πόλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πόλις]], -εως, ΝΜΑ, επικ. τ. [[πτόλις]], ιων. και δωρ. γεν. πόλιος, επικ. και ιων. γεν. πόλεος, επικ. γεν. και πόληος και πτόλιος, Α<br /> <b>1.</b> [[σύνολο]] μεγάλου αριθμού οικημάτων τα οποία αποτελούν ιδιαίτερο οικισμό (α. «πολυάνθρωπη [[πόλη]]» β. «ἡ Ἀττική ἐς Θησέα ἀεὶ κατὰ πόλεις ῷκεῑτο», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>2.</b> το [[σύνολο]] των κατοίκων ενός τέτοιου συνοικισμού, οι πολίτες (α. «όλη η [[πόλη]] ήταν στη [[συγκέντρωση]]» β. «ἅ δὲ ἡ [[πόλις]] ὅλη ᾄδει [[περί]] Δημοκράτους καὶ Λύσιδος τοῦ πάππου τοῦ παιδός», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόλις]] αγία» — η Ιερουσαλήμ<br /> β) «αιωνία [[πόλις]]» — η [[Ρώμη]]<br /> γ) «[[πόλις]]-[[κράτος]]» — η [[μορφή]] κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης που εμφανίστηκε στην αρχαία [[Ελλάδα]], και [[κατά]] την οποία [[κάθε]] [[πόλη]] είχε ιδιαίτερη κοινωνική, οικονομική, στρατιωτική και διοικητική [[οργάνωση]] και λειτουργούσε ως αυτόνομη κρατική [[οντότητα]]<br /> <b>νεοελλ.-μσν.</b><br /> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Πόλη</i> και <i>η Πόλις</i><br /> η Κωνσταντινούπολη<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (στην Αθήνα και [[αλλού]]) η [[ακρόπολη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[υπόλοιπο]] [[μέρος]] που ονομαζόταν [[άστυ]] (α. «στήλην δ' ἑκατέρους στῆσαι... τήνδε ἐν Ἀθήναις ἐν πόλει παρ' Ἀθηνᾷ», <b>Θουκ.</b><br /> β. «Ίνάχου [[πόλις]]» — η [[ακρόπολη]] του Αργούς)<br /> <b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο γεννήθηκε και κατοικεί [[κάποιος]], η [[πατρίδα]] («[[πόθι]] τοι [[πόλις]] ἠδέ τοκῆες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κράτος]], [[πολιτεία]] («[[πόλις]] ἄνδρα διδάσκει», <b>Σιμων.</b>)<br /> <b>4.</b> [[πολιτεία]] που έχει δημοκρατικό [[πολίτευμα]], [[δημοκρατία]] («[[πόλις]] γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρὸς ἔσθ' [[ἑνός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>(περιλπτ.)</b> οι υποχρεώσεις του πολίτη [[απέναντι]] στο [[κράτος]] («ἐπι τῷ τὴν πόλιν φεύγειν και τά [[ὄντα]] ἀποκρύπτεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>6.</b> το [[δικαίωμα]] του πολίτη<br /> <b>7.</b> η [[χώρα]] που βρίσκεται [[γύρω]] από έναν μεγάλο οικισμό και η οποία εξαρτάται και λαμβάνει το όνομά της από αυτόν<br /> <b>8.</b> [[νησί]] που κατοικείται<br /> <b>9.</b> [[είδος]] παιχνιδιού παρόμοιου με το [[ζατρίκιο]], με το [[σκάκι]]<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄκρα]] [[πόλις]]» ή «ἀκροτάτη [[πόλις]]» — η [[ακρόπολη]]<br /> β) «τὰ τῆς πόλεως» — οι υποθέσεις του κράτους, τα [[πολιτικά]] πράγματα<br /> γ) «ὁ ἐπὶ τῆς πόλεως» — ο [[κυβερνήτης]] του κράτους<br /> δ) «στρατηγὸς κατὰ πόλιν» — ο [[αστικός]] [[πραίτωρ]], ο αστυδίκης.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πόλις]] με αρχική σημ. «[[κάστρο]], [[φρούριο]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[πύργος]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i>, λιθουαν. <i>pilis</i>. Ο ελλ. τ. <i>πόλι</i>-<i>ς</i> εμφανίζει θ. με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, το οποίο διατηρείται [[κατά]] την [[κλίση]] του σε όλες τις διαλέκτους, με [[εξαίρεση]] την αττική (<b>πρβλ.</b> αιτ. <i>πόλιν</i>, κλητ. <i>πόλι</i>, δωρ. γεν. <i>πόλιος</i>, ονομ. πληθ. <i>πόλιες</i>). Στην αττική διάλεκτο, όμως, οι τ. έχουν σχηματιστεί από θ. <i>πόλε</i>- με προκαταληκτικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> δοτ. εν. <i>πόλε</i>-<i>ι</i>, δοτ. πληθ. <i>πόλεσι</i>, ονομ. πληθ. <i>πόλεις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πολε</i>-<i>jες</i>, με σίγηση του -<i>j</i>- και [[συναίρεση]]). Η γεν. εν. <i>πόλεως</i> έχει προέλθει με [[αντιμεταχώρηση]] από τον ομηρικό τ. <i>πόληος</i>, [[γεγονός]] που δικαιολογεί τη [[διατήρηση]] του τόνου στην [[προπαραλήγουσα]] στον τ. <i>πόλεως</i>, [[παρά]] τη μακρά [[λήγουσα]]. Ο τ. [[πόλη]]-<i>ος</i> εμφανίζει την πλήρη [[βαθμίδα]] -<i>ē</i>- του προκαταληκτικού φωνήεντος, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] την [[παλιά]] δοτ.-τοπική <i>πόληι</i>, και κατάλ. -<i>ος</i> της γεν. των <i>οἰ</i>-<i>ός</i>, <i>ποδ</i>-<i>ός</i> κ.λπ. Απαντά [[επίσης]] στη γεν. και ιων. τ. <i>πόλεος</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] αναπλασμένος [[κατά]] τους τ. γεν. σε -<i>ος</i>. Η γεν. πληθ. [[πόλεων]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πόλε</i>-) τονίζεται στην [[προπαραλήγουσα]] αναλογικά [[προς]] τη γεν. εν., ενώ η αιτ. πληθ. <i>πόλεις</i> [[είναι]] σχηματισμένη [[είτε]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] την ονομ. [[είτε]] από τ. <i>πολε</i>-<i>νς</i> (με κατάλ. -<i>νς</i> της αιτ. πληθ.) με [[αντέκταση]]. Απαντά, [[τέλος]], και τ. [[πόλη]]-<i>ας</i> με την κατάλ. -<i>ας</i> των συμφωνολήκτων. Παρλλ. με τον τ. [[πόλις]] απαντά σε ορισμένες διαλέκτους και πιθ. και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>potorijo</i> = <i>Πτολίων</i>) και τ. [[πτόλις]] με αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>πτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πτελέα]], [[πτέρνη]], [[πτόλεμος]]). Η [[εναλλαγή]] αυτή οφείλεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], σε διαφορετική [[προφορά]] του -<i>π</i>- ως -<i>πτ</i>- υπό την [[επίδραση]] φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>βλ.</b> και λ. [[πόλεμος]]). Η λ. [[πόλις]] δήλωνε αρχικά την [[ακρόπολη]], το [[μέρος]] όπου βρίσκονται τα ιερά, ενώ στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[κράτος]], [[κοινωνία]], [[σύνολο]] ανθρώπων που απαρτίζουν μια πολιτικοθρησκευτική [[κοινότητα]]», από όπου και η σημ. η σχετική με τον τρόπο διακυβέρνησης που εμφανίζουν τα παρ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[πολίτης]], [[πολιτεία]], [[πολίτευμα]], [[πολιτικός]]). Η Κωνσταντινούπολη, [[τέλος]], έλαβε την [[προσωνυμία]] <i>Πόλη</i> /-<i>ις</i> [[είτε]] με την [[έννοια]] της κατ' εξοχήν πόλης [[είτε]] από απλή [[συγκοπή]] του <i>Κωνσταντινού</i>-<i>πολις</i> (<span style="color: red;"><</span> φρ. <i>Κωνσταντίνου Πόλις</i>).<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πολίτης]], [[πολίχνη]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <i>πολ</i>(<i>ε</i>)[[ίδιον]], [[πολιάς]], [[πολιεύς]], [[πόλινδε]], [[πολύδριον]]<br /> <b>αρχ.-μσν.</b>[[πολίζω]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πολιορκώ]], [[πολιούχος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[πολιανόμος]], [[πολιάρχης]], [[πολιδυνάστης]], [[πολιοφυλακώ]], [[πολιρραίστης]], [[πολισσονόμος]], [[πολισσόος]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[πολεοδόμος]], [[πολεολογία]], [[πολεομορφία]]. (Β' Συνθετικό) <i>ακρόπολις</i>(-<i>η</i>), [[άπολις]], [[ερημόπολις]](-<i>η</i>), [[κοσμόπολις]](-<i>η</i>), [[κωμόπολις]](-<i>η</i>), [[μεγαλόπολις]](-<i>η</i>), [[μητρόπολις]](-<i>η</i>), [[νεκρόπολις]](-<i>η</i>), [[φιλόπολις]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[αγχίπολις]], [[αμφίπολις]], <i>ανθρωπόπολις</i>, [[αντίπολις]], [[απόπολις]], [[αρχέπολις]], [[αυτόπολις]], <i>βραχύπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, [[δεκάπολις]], [[δικαιόπολις]], [[δίπολις]], [[δυωδεκάπολις]], [[εκατόμπολις]], [[εκατοντάπολις]], <i>ελέπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, [[έμπολις]], [[εννεάπολις]], <i>εξάπολις</i>, [[επτάπολις]], [[ερυσίπτολις]], [[ετερόπτολις]], [[εύπολις]], [[ηγησίπολις]], [[ηδύπολις]], [[ιερόπολις]], [[καλλίπολις]], [[καταφλεξίπολις]], [[λιπόπτολις]], [[λυχνόπολις]], [[μεγιστόπολις]], [[μεσόπολις]], [[μισόπολις]], [[νεόπολις]], [[νησόπολις]], [[ολεσίπτολις]], [[ομόπολις]], [[ονησίπολις]], [[ορθόπολις]], [[ουρανόπολις]], [[πάμπολις]], [[πατρόπολις]], [[πεντάπολις]], [[περίπολις]], [[περσέπολις]], [[πολύπολις]], [[πρόπολις]], [[πρωτόπολις]], [[ρυσίπολις]], [[σαόπτολις]], [[σωζόπολις]], [[σωσίπολις]], [[ταραξίπολις]], <i>τετράπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, <i>τιμόπολις</i>, [[τρίπολις]], [[υπόπολις]], [[υψίπολις]], <i>φερέπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, <i>φυγόπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, [[φυξίπολις]], [[χρυσόπολις]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[αγρόπολη]], <i>αγροτόπολη</i>, [[αλσόπολη]], <i>ανθόπολη</i>, <i>εργατόπολη</i>, [[κηπόπολη]], <i>κινηματογραφόπολη</i>, [[λουτρόπολη]], <i>μικρόπολη</i>, [[παιδόπολη]], [[παλαιόπολη]], <i>πανεπιστημιούπολη</i>, <i>πλουσιόπολη</i>].
|mltxt=η / [[πόλις]], -εως, ΝΜΑ, επικ. τ. [[πτόλις]], ιων. και δωρ. γεν. πόλιος, επικ. και ιων. γεν. πόλεος, επικ. γεν. και πόληος και πτόλιος, Α<br /> <b>1.</b> [[σύνολο]] μεγάλου αριθμού οικημάτων τα οποία αποτελούν ιδιαίτερο οικισμό (α. «πολυάνθρωπη [[πόλη]]» β. «ἡ Ἀττική ἐς Θησέα ἀεὶ κατὰ πόλεις ῷκεῖτο», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>2.</b> το [[σύνολο]] των κατοίκων ενός τέτοιου συνοικισμού, οι πολίτες (α. «όλη η [[πόλη]] ήταν στη [[συγκέντρωση]]» β. «ἅ δὲ ἡ [[πόλις]] ὅλη ᾄδει [[περί]] Δημοκράτους καὶ Λύσιδος τοῦ πάππου τοῦ παιδός», <b>Πλάτ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόλις]] αγία» — η Ιερουσαλήμ<br /> β) «αιωνία [[πόλις]]» — η [[Ρώμη]]<br /> γ) «[[πόλις]]-[[κράτος]]» — η [[μορφή]] κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης που εμφανίστηκε στην αρχαία [[Ελλάδα]], και [[κατά]] την οποία [[κάθε]] [[πόλη]] είχε ιδιαίτερη κοινωνική, οικονομική, στρατιωτική και διοικητική [[οργάνωση]] και λειτουργούσε ως αυτόνομη κρατική [[οντότητα]]<br /> <b>νεοελλ.-μσν.</b><br /> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Πόλη</i> και <i>η Πόλις</i><br /> η Κωνσταντινούπολη<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> (στην Αθήνα και [[αλλού]]) η [[ακρόπολη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[υπόλοιπο]] [[μέρος]] που ονομαζόταν [[άστυ]] (α. «στήλην δ' ἑκατέρους στῆσαι... τήνδε ἐν Ἀθήναις ἐν πόλει παρ' Ἀθηνᾷ», <b>Θουκ.</b><br /> β. «Ίνάχου [[πόλις]]» — η [[ακρόπολη]] του Αργούς)<br /> <b>2.</b> ο [[τόπος]] στον οποίο γεννήθηκε και κατοικεί [[κάποιος]], η [[πατρίδα]] («[[πόθι]] τοι [[πόλις]] ἠδέ τοκῆες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κράτος]], [[πολιτεία]] («[[πόλις]] ἄνδρα διδάσκει», <b>Σιμων.</b>)<br /> <b>4.</b> [[πολιτεία]] που έχει δημοκρατικό [[πολίτευμα]], [[δημοκρατία]] («[[πόλις]] γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρὸς ἔσθ' [[ἑνός]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>(περιλπτ.)</b> οι υποχρεώσεις του πολίτη [[απέναντι]] στο [[κράτος]] («ἐπι τῷ τὴν πόλιν φεύγειν και τά [[ὄντα]] ἀποκρύπτεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> <b>6.</b> το [[δικαίωμα]] του πολίτη<br /> <b>7.</b> η [[χώρα]] που βρίσκεται [[γύρω]] από έναν μεγάλο οικισμό και η οποία εξαρτάται και λαμβάνει το όνομά της από αυτόν<br /> <b>8.</b> [[νησί]] που κατοικείται<br /> <b>9.</b> [[είδος]] παιχνιδιού παρόμοιου με το [[ζατρίκιο]], με το [[σκάκι]]<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄκρα]] [[πόλις]]» ή «ἀκροτάτη [[πόλις]]» — η [[ακρόπολη]]<br /> β) «τὰ τῆς πόλεως» — οι υποθέσεις του κράτους, τα [[πολιτικά]] πράγματα<br /> γ) «ὁ ἐπὶ τῆς πόλεως» — ο [[κυβερνήτης]] του κράτους<br /> δ) «στρατηγὸς κατὰ πόλιν» — ο [[αστικός]] [[πραίτωρ]], ο αστυδίκης.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πόλις]] με αρχική σημ. «[[κάστρο]], [[φρούριο]]» ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[πύργος]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ū</i><i>r</i>, λιθουαν. <i>pilis</i>. Ο ελλ. τ. <i>πόλι</i>-<i>ς</i> εμφανίζει θ. με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -<i>ι</i>-, το οποίο διατηρείται [[κατά]] την [[κλίση]] του σε όλες τις διαλέκτους, με [[εξαίρεση]] την αττική (<b>πρβλ.</b> αιτ. <i>πόλιν</i>, κλητ. <i>πόλι</i>, δωρ. γεν. <i>πόλιος</i>, ονομ. πληθ. <i>πόλιες</i>). Στην αττική διάλεκτο, όμως, οι τ. έχουν σχηματιστεί από θ. <i>πόλε</i>- με προκαταληκτικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> δοτ. εν. <i>πόλε</i>-<i>ι</i>, δοτ. πληθ. <i>πόλεσι</i>, ονομ. πληθ. <i>πόλεις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πολε</i>-<i>jες</i>, με σίγηση του -<i>j</i>- και [[συναίρεση]]). Η γεν. εν. <i>πόλεως</i> έχει προέλθει με [[αντιμεταχώρηση]] από τον ομηρικό τ. <i>πόληος</i>, [[γεγονός]] που δικαιολογεί τη [[διατήρηση]] του τόνου στην [[προπαραλήγουσα]] στον τ. <i>πόλεως</i>, [[παρά]] τη μακρά [[λήγουσα]]. Ο τ. [[πόλη]]-<i>ος</i> εμφανίζει την πλήρη [[βαθμίδα]] -<i>ē</i>- του προκαταληκτικού φωνήεντος, κατ' [[αναλογία]] [[προς]] την [[παλιά]] δοτ.-τοπική <i>πόληι</i>, και κατάλ. -<i>ος</i> της γεν. των <i>οἰ</i>-<i>ός</i>, <i>ποδ</i>-<i>ός</i> κ.λπ. Απαντά [[επίσης]] στη γεν. και ιων. τ. <i>πόλεος</i>, ο [[οποίος]] [[είναι]] αναπλασμένος [[κατά]] τους τ. γεν. σε -<i>ος</i>. Η γεν. πληθ. [[πόλεων]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πόλε</i>-) τονίζεται στην [[προπαραλήγουσα]] αναλογικά [[προς]] τη γεν. εν., ενώ η αιτ. πληθ. <i>πόλεις</i> [[είναι]] σχηματισμένη [[είτε]] κατ' [[αναλογία]] [[προς]] την ονομ. [[είτε]] από τ. <i>πολε</i>-<i>νς</i> (με κατάλ. -<i>νς</i> της αιτ. πληθ.) με [[αντέκταση]]. Απαντά, [[τέλος]], και τ. [[πόλη]]-<i>ας</i> με την κατάλ. -<i>ας</i> των συμφωνολήκτων. Παρλλ. με τον τ. [[πόλις]] απαντά σε ορισμένες διαλέκτους και πιθ. και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>potorijo</i> = <i>Πτολίων</i>) και τ. [[πτόλις]] με αρκτικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>πτ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πτελέα]], [[πτέρνη]], [[πτόλεμος]]). Η [[εναλλαγή]] αυτή οφείλεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], σε διαφορετική [[προφορά]] του -<i>π</i>- ως -<i>πτ</i>- υπό την [[επίδραση]] φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (<b>βλ.</b> και λ. [[πόλεμος]]). Η λ. [[πόλις]] δήλωνε αρχικά την [[ακρόπολη]], το [[μέρος]] όπου βρίσκονται τα ιερά, ενώ στη [[συνέχεια]] εξελίχθηκε στη σημ. «[[κράτος]], [[κοινωνία]], [[σύνολο]] ανθρώπων που απαρτίζουν μια πολιτικοθρησκευτική [[κοινότητα]]», από όπου και η σημ. η σχετική με τον τρόπο διακυβέρνησης που εμφανίζουν τα παρ. της λ. (<b>πρβλ.</b> [[πολίτης]], [[πολιτεία]], [[πολίτευμα]], [[πολιτικός]]). Η Κωνσταντινούπολη, [[τέλος]], έλαβε την [[προσωνυμία]] <i>Πόλη</i> /-<i>ις</i> [[είτε]] με την [[έννοια]] της κατ' εξοχήν πόλης [[είτε]] από απλή [[συγκοπή]] του <i>Κωνσταντινού</i>-<i>πολις</i> (<span style="color: red;"><</span> φρ. <i>Κωνσταντίνου Πόλις</i>).<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πολίτης]], [[πολίχνη]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <i>πολ</i>(<i>ε</i>)[[ίδιον]], [[πολιάς]], [[πολιεύς]], [[πόλινδε]], [[πολύδριον]]<br /> <b>αρχ.-μσν.</b>[[πολίζω]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πολιορκώ]], [[πολιούχος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[πολιανόμος]], [[πολιάρχης]], [[πολιδυνάστης]], [[πολιοφυλακώ]], [[πολιρραίστης]], [[πολισσονόμος]], [[πολισσόος]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[πολεοδόμος]], [[πολεολογία]], [[πολεομορφία]]. (Β' Συνθετικό) <i>ακρόπολις</i>(-<i>η</i>), [[άπολις]], [[ερημόπολις]](-<i>η</i>), [[κοσμόπολις]](-<i>η</i>), [[κωμόπολις]](-<i>η</i>), [[μεγαλόπολις]](-<i>η</i>), [[μητρόπολις]](-<i>η</i>), [[νεκρόπολις]](-<i>η</i>), [[φιλόπολις]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[αγχίπολις]], [[αμφίπολις]], <i>ανθρωπόπολις</i>, [[αντίπολις]], [[απόπολις]], [[αρχέπολις]], [[αυτόπολις]], <i>βραχύπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, [[δεκάπολις]], [[δικαιόπολις]], [[δίπολις]], [[δυωδεκάπολις]], [[εκατόμπολις]], [[εκατοντάπολις]], <i>ελέπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, [[έμπολις]], [[εννεάπολις]], <i>εξάπολις</i>, [[επτάπολις]], [[ερυσίπτολις]], [[ετερόπτολις]], [[εύπολις]], [[ηγησίπολις]], [[ηδύπολις]], [[ιερόπολις]], [[καλλίπολις]], [[καταφλεξίπολις]], [[λιπόπτολις]], [[λυχνόπολις]], [[μεγιστόπολις]], [[μεσόπολις]], [[μισόπολις]], [[νεόπολις]], [[νησόπολις]], [[ολεσίπτολις]], [[ομόπολις]], [[ονησίπολις]], [[ορθόπολις]], [[ουρανόπολις]], [[πάμπολις]], [[πατρόπολις]], [[πεντάπολις]], [[περίπολις]], [[περσέπολις]], [[πολύπολις]], [[πρόπολις]], [[πρωτόπολις]], [[ρυσίπολις]], [[σαόπτολις]], [[σωζόπολις]], [[σωσίπολις]], [[ταραξίπολις]], <i>τετράπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, <i>τιμόπολις</i>, [[τρίπολις]], [[υπόπολις]], [[υψίπολις]], <i>φερέπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, <i>φυγόπ</i>(<i>τ</i>)<i>ολις</i>, [[φυξίπολις]], [[χρυσόπολις]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[αγρόπολη]], <i>αγροτόπολη</i>, [[αλσόπολη]], <i>ανθόπολη</i>, <i>εργατόπολη</i>, [[κηπόπολη]], <i>κινηματογραφόπολη</i>, [[λουτρόπολη]], <i>μικρόπολη</i>, [[παιδόπολη]], [[παλαιόπολη]], <i>πανεπιστημιούπολη</i>, <i>πλουσιόπολη</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πόλη:''' (стяж. к [[πόλεε]]) dual. к [[πόλις]].
|elrutext='''πόλη:''' (стяж. к [[πόλεε]]) dual. к [[πόλις]].
}}
}}