Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπέος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α<br />[[βαθιά]] [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]] (α. «ὑπό τε [[σπέος]] ἤλασε μῆλα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[νύμφη]] πότνι' ἔρυκε [[Καλυψώ]]... ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδέεται με τη λ. [[σπήλαιον]]. Ο επικ. τ. [[σπεῖος]] με [[μετρική]] [[έκταση]]].
|mltxt=και επικ. τ. σπεῖος, τὸ, Α<br />[[βαθιά]] [[σπηλιά]], [[σπήλαιο]] (α. «ὑπό τε [[σπέος]] ἤλασε μῆλα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[νύμφη]] πότνι' ἔρυκε [[Καλυψώ]]... ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να συνδέεται με τη λ. [[σπήλαιον]]. Ο επικ. τ. [[σπεῖος]] με [[μετρική]] [[έκταση]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm