Anonymous

σπεῖρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] υφάσματος (α. «[[εἴλυμα]] σπείρων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «σπεῑρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σάβανο]]<br /><b>3.</b> [[ιστίο]] πλοίου<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπεῖρα]] με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται [[κανείς]]», από όπου προήλθε η σημ. «[[κομμάτι]] υφάσματος» (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σπείρα]])].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] υφάσματος (α. «[[εἴλυμα]] σπείρων», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σάβανο]]<br /><b>3.</b> [[ιστίο]] πλοίου<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπεῖρα]] με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται [[κανείς]]», από όπου προήλθε η σημ. «[[κομμάτι]] υφάσματος» (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σπείρα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm