Anonymous

νεολαία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[νεολαία]], Α ποιητ. τ. [[νεηλαίη]])<br />το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η [[νεολαία]] [[κάθε]] εποχής [[είναι]] διαφορετική» β. «[[τετράκις]] [[ἑξήκοντα]] κόραι, [[θῆλυς]] [[νεολαία]]», θεόκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η νεανική («οὐ [[νεολαία]] δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιᾱ</i>. Η λ. [[είναι]] ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].
|mltxt=η (ΑΜ [[νεολαία]], Α ποιητ. τ. [[νεηλαίη]])<br />το [[σύνολο]] τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η [[νεολαία]] [[κάθε]] εποχής [[είναι]] διαφορετική» β. «[[τετράκις]] [[ἑξήκοντα]] κόραι, [[θῆλυς]] [[νεολαία]]», θεόκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> η νεανική («οὐ [[νεολαία]] δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέος]] <span style="color: red;">+</span> [[λαός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιᾱ</i>. Η λ. [[είναι]] ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].
}}
}}
{{lsm
{{lsm