παρετυμολογώ: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(31)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[παρετυμολογία]], [[ερμηνεύω]] εσφαλμένα την [[προέλευση]] και την αρχική [[μορφή]] και [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αναφέρομαι στην [[ετυμολογία]] μιας λέξης («παρετυμολογεῑ τὸν πόκον οὐ κακῶς», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-έω, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[παρετυμολογία]], [[ερμηνεύω]] εσφαλμένα την [[προέλευση]] και την αρχική [[μορφή]] και [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br />αναφέρομαι στην [[ετυμολογία]] μιας λέξης («παρετυμολογεῖ τὸν πόκον οὐ κακῶς», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}