Anonymous

παραρρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />ρέω [[κοντά]] σε [[κάτι]] ή [[πέρα]] από αυτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου<br />β) [[χάνομαι]] από τις αισθήσεις ή από την [[μνήμη]], λησμονιέμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] γλιστρώντας<br /><b>2.</b> [[παραμελώ]] την [[εκτέλεση]] εντολής ή συμβουλής<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] τρέχοντας<br /><b>4.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] από [[απροσεξία]] ή [[κρυφά]]<br /><b>5.</b> (για [[φωνή]]) [[είμαι]] [[ασταθής]] και συγκεχυμένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μαίνεταί τε καὶ παραρρεῑ τῶν φρενῶν» (<b>για πρόσ.</b>) χάνει το [[λογικό]] του<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ὕδωρ]] παραρρέει» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι υπόσχονται να μη φεισθούν κόπους και μόχθους προκειμένου να πραγματοποιήσουν έναν σκοπό (<b>Κρατίν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br />ρέω [[κοντά]] σε [[κάτι]] ή [[πέρα]] από αυτό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) [[διαφεύγω]] της προσοχής κάποιου<br />β) [[χάνομαι]] από τις αισθήσεις ή από την [[μνήμη]], λησμονιέμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξεφεύγω]] γλιστρώντας<br /><b>2.</b> [[παραμελώ]] την [[εκτέλεση]] εντολής ή συμβουλής<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] τρέχοντας<br /><b>4.</b> [[μπαίνω]] [[κάπου]] από [[απροσεξία]] ή [[κρυφά]]<br /><b>5.</b> (για [[φωνή]]) [[είμαι]] [[ασταθής]] και συγκεχυμένος<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν» (<b>για πρόσ.</b>) χάνει το [[λογικό]] του<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ὕδωρ]] παραρρέει» — λέγεται για εκείνους οι οποίοι υπόσχονται να μη φεισθούν κόπους και μόχθους προκειμένου να πραγματοποιήσουν έναν σκοπό (<b>Κρατίν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm