Anonymous

τέλσο: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(41)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τέλσον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) το [[πυγίδιο]]<br />β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, του λιμούλου, [[καθώς]] και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ακραίο [[σημείο]] εδαφικής έκτασης στο οποίο ο [[γεωργός]] στρέφει το [[αλέτρι]] («τεμεῑ δέ τε [[τέλσον]] ἀρούρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[τέλος]], [[τέρμα]], [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της γεωργίας αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>τελ</i>- του [[τέλος]] με [[παρέκταση]] -<i>tyo</i>- (<b>πρβλ.</b> [[άλσος]]). Σύμφωνα με αυτήν την [[άποψη]] και με τη σημ. που αποδόθηκε στη λ. «ακραίο [[σημείο]] όπου στρέφεται το [[αλέτρι]]», θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε για τη λ. [[τέλος]] σε [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>telson</i>].
|mltxt=το / [[τέλσον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) το [[πυγίδιο]]<br />β) το άζυγο ακραίο μεταμερές τών καρκινοειδών, του λιμούλου, [[καθώς]] και το δωδέκατο κοιλιακό μεταμερές ορισμένων προνυμφών εντόμων και τών πρωτούρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ακραίο [[σημείο]] εδαφικής έκτασης στο οποίο ο [[γεωργός]] στρέφει το [[αλέτρι]] («τεμεῖ δέ τε [[τέλσον]] ἀρούρης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[τέλος]], [[τέρμα]], [[πέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος της γεωργίας αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>τελ</i>- του [[τέλος]] με [[παρέκταση]] -<i>tyo</i>- (<b>πρβλ.</b> [[άλσος]]). Σύμφωνα με αυτήν την [[άποψη]] και με τη σημ. που αποδόθηκε στη λ. «ακραίο [[σημείο]] όπου στρέφεται το [[αλέτρι]]», θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε για τη λ. [[τέλος]] σε [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τέλος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>telson</i>].
}}
}}