Anonymous

λιθόβολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῑται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῖται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
}}
}}
{{elru
{{elru