Anonymous

τέκτονας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(40)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τέκτων]], -ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[τέκταινα]] Α<br />[[τεχνίτης]] διαφόρων κατασκευών από [[ξύλο]], [[ιδίως]] [[ξυλουργός]], [[ναυπηγός]] ή [[οικοδόμος]] (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ [[τέκτων]] τέκτονι», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν [[θάλαμον]] καὶ [[δῶμα]] καὶ αὐλήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέλος]] οργάνωσης του τεκτονισμού, [[μασόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[άτομο]] που ασκεί χειρωνακτική [[εργασία]] («[[κεραοξόος]] [[τέκτων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγαλματοποιός]]<br /><b>3.</b> [[καλλιτέχνης]], [[ποιητής]] ή [[επιστήμονας]] («τέκτονες σοφοὶ ἐπέων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δημιουργός]] («γένους [[τέκτων]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(σπάν.)</b> [[σιδηρουργός]] («[[τέκτονας]] Δίου πυρὸς [[Κύκλωπας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (με κακή σημ.) [[υπαίτιος]] («κακών πάντων τέκτονες σοφώταται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[είδος]] αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος ο [[οποίος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tek</i><sup>s</sup>- «[[πλέκω]], [[εργάζομαι]] με [[τσεκούρι]], [[συνδέω]], [[κατασκευάζω]] [[ξυλεία]] οικοδομής» (για την [[απόδοση]] του ΙΕ <i>k</i><sup>s</sup>- ως -<i>κτ</i>- στην Ελληνική, <b>πρβλ.</b> [[κτίζω]]: αρχ ινδ. <i>kseti</i>, <b>βλ. λ.</b> [[άρκτος]]) και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>taksan</i>- «[[ξυλουργός]]», αβεστ. <i>tašan</i>- «[[ξυλουργός]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>taksati</i> «[[εργάζομαι]] με [[τσεκούρι]], [[κατασκευάζω]]», αρχ. σλαβ. <i>tešo</i>, λατ. <i>texo</i>). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. πληθ. <i>tekotone</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγεται και η λ. [[τέχνη]]].
|mltxt=ο / [[τέκτων]], -ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[τέκταινα]] Α<br />[[τεχνίτης]] διαφόρων κατασκευών από [[ξύλο]], [[ιδίως]] [[ξυλουργός]], [[ναυπηγός]] ή [[οικοδόμος]] (α. «κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ [[τέκτων]] τέκτονι», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν [[θάλαμον]] καὶ [[δῶμα]] καὶ αὐλήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέλος]] οργάνωσης του τεκτονισμού, [[μασόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[άτομο]] που ασκεί χειρωνακτική [[εργασία]] («[[κεραοξόος]] [[τέκτων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγαλματοποιός]]<br /><b>3.</b> [[καλλιτέχνης]], [[ποιητής]] ή [[επιστήμονας]] («τέκτονες σοφοὶ ἐπέων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[δημιουργός]] («γένους [[τέκτων]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(σπάν.)</b> [[σιδηρουργός]] («[[τέκτονας]] Δίου πυρὸς [[Κύκλωπας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (με κακή σημ.) [[υπαίτιος]] («κακών πάντων τέκτονες σοφώταται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[είδος]] αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος ο [[οποίος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tek</i><sup>s</sup>- «[[πλέκω]], [[εργάζομαι]] με [[τσεκούρι]], [[συνδέω]], [[κατασκευάζω]] [[ξυλεία]] οικοδομής» (για την [[απόδοση]] του ΙΕ <i>k</i><sup>s</sup>- ως -<i>κτ</i>- στην Ελληνική, <b>πρβλ.</b> [[κτίζω]]: αρχ ινδ. <i>kseti</i>, <b>βλ. λ.</b> [[άρκτος]]) και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. <i>taksan</i>- «[[ξυλουργός]]», αβεστ. <i>tašan</i>- «[[ξυλουργός]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>taksati</i> «[[εργάζομαι]] με [[τσεκούρι]], [[κατασκευάζω]]», αρχ. σλαβ. <i>tešo</i>, λατ. <i>texo</i>). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. πληθ. <i>tekotone</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγεται και η λ. [[τέχνη]]].
}}
}}