Anonymous

τρομερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρομερός]],-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που προξενεί τρόμο, [[φοβερός]] (α. «τρομερό [[θέαμα]]» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]], [[ισχυρός]] («τρομερή [[μνήμη]]»)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ [[ικανός]], [[δεινός]] (α. «[[τρομερός]] [[ομιλητής]]» β. «[[τρομερός]] [[χαρτοπαίκτης]]»)<br />γ) (<b>για πράγμ.</b>) πολύ [[ισχυρός]] («[[τρομερός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] τρομερό»<br />(ενν. [[πράγμα]]) [[είναι]] ανυπόφορο («[[είναι]] τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν [[ἕλκω]] ποδὸς βάσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> τρομαγμένος, [[περιδεής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομερά</i> Ν<br /><b>(καταχρ.)</b> σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («[[είναι]] τρομερά ζηλιάρης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζοφ</i>-<i>ερός</i>, <i>φοβ</i>-<i>ερός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[τρομερός]],-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α<br />αυτός που προξενεί τρόμο, [[φοβερός]] (α. «τρομερό [[θέαμα]]» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ [[μεγάλος]], [[τεράστιος]], [[ισχυρός]] («τρομερή [[μνήμη]]»)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ [[ικανός]], [[δεινός]] (α. «[[τρομερός]] [[ομιλητής]]» β. «[[τρομερός]] [[χαρτοπαίκτης]]»)<br />γ) (<b>για πράγμ.</b>) πολύ [[ισχυρός]] («[[τρομερός]] [[θόρυβος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] τρομερό»<br />(ενν. [[πράγμα]]) [[είναι]] ανυπόφορο («[[είναι]] τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν [[ἕλκω]] ποδὸς βάσιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> τρομαγμένος, [[περιδεής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρομερά</i> Ν<br /><b>(καταχρ.)</b> σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («[[είναι]] τρομερά ζηλιάρης»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ζοφ</i>-<i>ερός</i>, <i>φοβ</i>-<i>ερός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm