Anonymous

υβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑβρίζω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑβρίσδω]] Α<br />[[εκφέρω]] ύβρεις, [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] ή την [[αξιοπρέπεια]] κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκστομίζω]] [[λόγια]] ή [[προβαίνω]] σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε [[κάτι]] («υβρίζουν τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[αυθάδεια]], [[συμπεριφέρομαι]] υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην [[ακολασία]] (α. «ὁππότ' ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ [[ἀτάσθαλος]]... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», <b>Θέογν.</b><br />β. «ὑμῖν ὑβρισθείς<br />θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῑσθέ νιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος στο αττ. δίκ.) [[κακοποιώ]] ή [[βιάζω]] («γυναῑκες και παῖδες ὑβρίζονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[εκδηλώνω]] τη [[δύναμη]] και την [[ευρωστία]] μου με ζωηρές κινήσεις<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[ξεχειλίζω]] και [[παρασύρω]] με το [[ρεύμα]] μου<br /><b>5.</b> (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με σαρκική [[επαφή]]) [[διαπράττω]] [[ασέλγεια]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑβρίζομαι</i><br />ευνουχίζομαι<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑβρισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />υπερβολικά [[επιδεικτικός]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑβρισμένα</i><br />οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑβρίζω]] ἐπί τινα» — [[αλαζονεύομαι]] για την [[νίκη]] μου [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — [[κακοποιώ]] τα μάγουλα» (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ὑβρίζω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑβρίσδω]] Α<br />[[εκφέρω]] ύβρεις, [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] ή την [[αξιοπρέπεια]] κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκστομίζω]] [[λόγια]] ή [[προβαίνω]] σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε [[κάτι]] («υβρίζουν τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[αυθάδεια]], [[συμπεριφέρομαι]] υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην [[ακολασία]] (α. «ὁππότ' ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ [[ἀτάσθαλος]]... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», <b>Θέογν.</b><br />β. «ὑμῖν ὑβρισθείς<br />θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος στο αττ. δίκ.) [[κακοποιώ]] ή [[βιάζω]] («γυναῑκες και παῖδες ὑβρίζονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[εκδηλώνω]] τη [[δύναμη]] και την [[ευρωστία]] μου με ζωηρές κινήσεις<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[ξεχειλίζω]] και [[παρασύρω]] με το [[ρεύμα]] μου<br /><b>5.</b> (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με σαρκική [[επαφή]]) [[διαπράττω]] [[ασέλγεια]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑβρίζομαι</i><br />ευνουχίζομαι<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑβρισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />υπερβολικά [[επιδεικτικός]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑβρισμένα</i><br />οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑβρίζω]] ἐπί τινα» — [[αλαζονεύομαι]] για την [[νίκη]] μου [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — [[κακοποιώ]] τα μάγουλα» (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}