Anonymous

ἐμφυτεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐμφυτεύω]])<br /><b>1.</b> [[φυτεύω]] [[μέσα]], [[σφηνώνω]], [[εμβάλλω]], [[μπήγω]]<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] σε κάποιον αγροτικό [[κτήμα]] με [[ενοίκιο]] και με [[δικαίωμα]] εμφυτεύσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοφθαλμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπνέω]], [[εμφυσώ]]<br />(«τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επιβάλλω]] με τη βία («πλείστους γὰρ δὴ μονάρχους [[οὗτος]] ἐμφυτεῦσαι δοκεῑ τοῖς Ἔλλησι», Πολύβ.).
|mltxt=(AM [[ἐμφυτεύω]])<br /><b>1.</b> [[φυτεύω]] [[μέσα]], [[σφηνώνω]], [[εμβάλλω]], [[μπήγω]]<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] σε κάποιον αγροτικό [[κτήμα]] με [[ενοίκιο]] και με [[δικαίωμα]] εμφυτεύσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοφθαλμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπνέω]], [[εμφυσώ]]<br />(«τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επιβάλλω]] με τη βία («πλείστους γὰρ δὴ μονάρχους [[οὗτος]] ἐμφυτεῦσαι δοκεῖ τοῖς Ἔλλησι», Πολύβ.).
}}
}}