Anonymous

τυχηρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τυχηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[τυχερός]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[τύχη]] (α. «στάθηκε [[τυχερός]] στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' [[άνευ]] δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει καλή [[τύχη]] («[[είναι]] το τυχερό του [[νόμισμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυχερό</i><br />[[καθετί]] που εξαρτάται από την καλή ή την κακή [[τύχη]] κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[τυχερά]]<br />απρόβλεπτα κέρδη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τυχερά]] παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] και όχι από τις ικανότητες του παίκτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυχηρῶς</i> Α 1. με [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τύχην.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>). Ο νεοελλ. τ. [[τυχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[τυχηρός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>: [[λαμπερός]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[τυχηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[τυχερός]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[τύχη]] (α. «στάθηκε [[τυχερός]] στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' [[άνευ]] δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ' ἀμαυρόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει καλή [[τύχη]] («[[είναι]] το τυχερό του [[νόμισμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυχερό</i><br />[[καθετί]] που εξαρτάται από την καλή ή την κακή [[τύχη]] κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[τυχερά]]<br />απρόβλεπτα κέρδη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τυχερά]] παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] και όχι από τις ικανότητες του παίκτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυχηρῶς</i> Α 1. με [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τύχην.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>). Ο νεοελλ. τ. [[τυχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[τυχηρός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>: [[λαμπερός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm