Anonymous

ἀκαρής: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκαρὴς (-οῦς), -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[κοντός]], [[ελάχιστος]] (για μαλλιά τόσο [[κοντά]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τά κουρέψει)<br /><b>2.</b> (για [[χρονικό]] [[διάστημα]]) συντομότατος, [[στιγμιαίος]]<br />«ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη [[στιγμή]] (<b>Αριστοφ.</b> <b>Πλούτ.</b> 244)<br />«ἐν ἀκαρεῑ», στη [[στιγμή]], ακαριαία<br /><b>3.</b> [[παρά]] [[τρίχα]], [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο<br />«ἀκαρὴς παραπόλωλας» (Μένανδρος απ. 226)<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. επιρρηματικώς, [[χωρίς]] ν' αναφέρεται σε χρόνο) [[καθόλου]], [[ούτε]] τόσο δα<br />«οὐκ ἀπολαύσεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ» (<b>Αριστοφ.</b> Σφ. 701)<br /><b>5.</b> <b>(ουσιαστ.)</b> <i>τὸ ἀκαρές</i><br />[[δαχτυλίδι]] για το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀκαρὴς</i> είχε συνδεθεί ήδη από τους αρχ. γραμματικούς με τον τ. <i>ἐκάρην</i>, παθητ. αόρ. β' του ρ. [[κείρω]] «[[περικόπτω]], [[κουρεύω]]» — [[πρβλ]]. <b>Ησύχ.</b> «[[ἀκαρής]]·... τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ χεῖραι [[οἷόντε]]». Η [[άποψη]] αυτή ισχύει ώς [[σήμερα]]<br />[[πρβλ]]. και το [[σχήμα]] <i>ἐμίγην</i> > <i>ἀ</i>-[[μιγής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαριαίος]], [[άκαρι]], <b>αρχ.</b> <i>ἀκαρέως</i>].
|mltxt=ἀκαρὴς (-οῦς), -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[κοντός]], [[ελάχιστος]] (για μαλλιά τόσο [[κοντά]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τά κουρέψει)<br /><b>2.</b> (για [[χρονικό]] [[διάστημα]]) συντομότατος, [[στιγμιαίος]]<br />«ἐν ἀκαρεῖ χρόνου», στη [[στιγμή]] (<b>Αριστοφ.</b> <b>Πλούτ.</b> 244)<br />«ἐν ἀκαρεῖ», στη [[στιγμή]], ακαριαία<br /><b>3.</b> [[παρά]] [[τρίχα]], [[σχεδόν]], [[παρά]] λίγο<br />«ἀκαρὴς παραπόλωλας» (Μένανδρος απ. 226)<br /><b>4.</b> (ουδ. πληθ. επιρρηματικώς, [[χωρίς]] ν' αναφέρεται σε χρόνο) [[καθόλου]], [[ούτε]] τόσο δα<br />«οὐκ ἀπολαύσεις τοῦ ὃ φέρεις ἀκαρῆ» (<b>Αριστοφ.</b> Σφ. 701)<br /><b>5.</b> <b>(ουσιαστ.)</b> <i>τὸ ἀκαρές</i><br />[[δαχτυλίδι]] για το μικρό [[δάχτυλο]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ἀκαρὴς</i> είχε συνδεθεί ήδη από τους αρχ. γραμματικούς με τον τ. <i>ἐκάρην</i>, παθητ. αόρ. β' του ρ. [[κείρω]] «[[περικόπτω]], [[κουρεύω]]» — [[πρβλ]]. <b>Ησύχ.</b> «[[ἀκαρής]]·... τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ χεῖραι [[οἷόντε]]». Η [[άποψη]] αυτή ισχύει ώς [[σήμερα]]<br />[[πρβλ]]. και το [[σχήμα]] <i>ἐμίγην</i> > <i>ἀ</i>-[[μιγής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαριαίος]], [[άκαρι]], <b>αρχ.</b> <i>ἀκαρέως</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm