Anonymous

έλξη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(11)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἕλξις]])<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[έλκω]], το να έλκεται, να σύρεται [[κάτι]] [[προς]] ορισμένη [[διεύθυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελκυστικότητα]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά [[μέσα]] κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)<br /><b>3.</b> η κατακόρυφη [[ανύψωση]] του σώματος με [[εξάρτηση]] τών χεριών από δοκό<br /><b>4.</b> η [[ιδιότητα]] τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]] ή να διατηρούν τη [[συνοχή]] τους<br /><b>5.</b> το [[ιδίωμα]] φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους [[αμέσως]] οξύτερους ή τους [[αμέσως]] βαρύτερους ήχους<br /><b>6.</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται [[επίδραση]] (ως [[προς]] την [[πτώση]], το [[γένος]], τον αριθμό, την [[έγκλιση]], τον χρόνο ή τη [[διάθεση]]) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῑ, [[ἀξία]] ἐστι [[δέκα]] ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ [[οὐσία]]... [[ἀξία]] ἐστί...»])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[έλξη]] γλώσσας» <br />α) [[μέθοδος]] τεχνητής αναπνοής<br />β) το [[τράβηγμα]] της γλώσσας [[προς]] τα έξω σε [[περίπτωση]] βαθειάς νάρκωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τέντωμα]] του τόξου<br /><b>2.</b> [[κατάποση]], [[ρούφηγμα]].
|mltxt=η (AM [[ἕλξις]])<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[έλκω]], το να έλκεται, να σύρεται [[κάτι]] [[προς]] ορισμένη [[διεύθυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελκυστικότητα]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά [[μέσα]] κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)<br /><b>3.</b> η κατακόρυφη [[ανύψωση]] του σώματος με [[εξάρτηση]] τών χεριών από δοκό<br /><b>4.</b> η [[ιδιότητα]] τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]] ή να διατηρούν τη [[συνοχή]] τους<br /><b>5.</b> το [[ιδίωμα]] φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους [[αμέσως]] οξύτερους ή τους [[αμέσως]] βαρύτερους ήχους<br /><b>6.</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται [[επίδραση]] (ως [[προς]] την [[πτώση]], το [[γένος]], τον αριθμό, την [[έγκλιση]], τον χρόνο ή τη [[διάθεση]]) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ, [[ἀξία]] ἐστι [[δέκα]] ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ [[οὐσία]]... [[ἀξία]] ἐστί...»])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[έλξη]] γλώσσας» <br />α) [[μέθοδος]] τεχνητής αναπνοής<br />β) το [[τράβηγμα]] της γλώσσας [[προς]] τα έξω σε [[περίπτωση]] βαθειάς νάρκωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τέντωμα]] του τόξου<br /><b>2.</b> [[κατάποση]], [[ρούφηγμα]].
}}
}}