Anonymous

ἀγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(CSV import)
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
|woodvrf=[[announce]], [[declare]], [[impart]], [[send word]]
|woodvrf=[[announce]], [[declare]], [[impart]], [[send word]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φέρνω]] [[παραγγελία]], [[ἀναγγέλλω]], ἀνακοινώνω κάτι). Ἀπό τό οὐσ. [[ἄγγελος]], λέξη συγγενική μέ τήν περσική [[ἄγγαρος]] (=[[ἔφιππος]] [[ταχυδρόμος]]). Μέ τήν [[προσθήκη]] τοῦ j στό [[ἄγγελος]] ἔχουμε τό ἀγγέλ-j-ω καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ τό [[ἀγγέλλω]]. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀγγελία]], [[ἀγγελιαφόρος]], [[ἄγγελμα]] (=[[μήνυμα]]), [[ἀγγελτήρ]], [[ἀγγελτικός]], [[αὐτεπάγγελτος]] (=αὐτός πού κάνει κάτι αὐθόρμητα), [[ἐξάγγελτος]] (=[[φανερός]]), [[κατάγγελτος]] (=προδομένος), αὐτεπαγγέλτως (=μέ τή θέλησή του), [[εὐαγγέλιον]] (=[[καλή]] εἴδηση).
}}
}}