Anonymous

ράπτω: Difference between revisions

From LSJ
478 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράβω]].
|mltxt=[[ῥάπτω]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ράβω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ράβω). Ἁπό ἀρχική ρίζα σραφ-→ ῥαφ ἤ ραφ + [[πρόσφυμα]] τ → ράφτω → [[ράπτω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ράμμα, ράπτης, ραπτικός, [[προσραπτέον]], ραπτός, ραπτόν (=κεντητό χαλί), ράπτρια, ραφεύς, [[ραφή]], ραφίς (=βελόνα), ράψις, νευρορραφῶ, [[ραψῳδός]], ραψῳδία, ραψῳδῶ.
}}
}}