Anonymous

ἀβίωτος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />not to be lived, [[insupportable]], ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.; ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι Eur.; ἀβίωτόν [ἐστι] [[life]] is [[intolerable]], Eur., Plat.; adv., [[ἀβιώτως]] ἔχειν to [[find]] [[life]] [[intolerable]], Plut.
|mdlsjtxt=<br />not to be lived, [[insupportable]], ἀβ. πεποίηκε τὸν βίον Ar.; ἀβίωτον χρόνον βιοτεῦσαι Eur.; ἀβίωτόν [ἐστι] [[life]] is [[intolerable]], Eur., Plat.; adv., [[ἀβιώτως]] ἔχειν to [[find]] [[life]] [[intolerable]], Plut.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀφόρητος]], ἀνυπόφορος). Ἀπό τό α στερητ. + [[βιωτός]], τοῦ [[βιόω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[βιόω]] -ῶ.
}}
}}