3,253,652
edits
(36) |
(CSV import) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. [[ῥήσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον, τον [[ρίχνω]] [[κάτω]] βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πατάσσω]], [[τιμωρώ]] αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για χορευτές) [[χτυπώ]] το [[έδαφος]] [[δυνατά]] με τα πόδια («[[πέδον]] ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ῥήσσειν τύμπανα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fρᾶχ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ῥαχ</i>-<i>ία</i>) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ā</i><i>ĝh</i>- «[[χτυπώ]]» και να συνδεθεί με ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]», τσέχικο <i>raz</i> «[[χτύπημα]]». Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ῥάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fραχ</i>-<i>jώ</i>) συνδέεται με το ρ. [[ἀράσσω]] «[[ορμώ]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]]» με μια [[εναλλαγή]] μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (<i>Fρά</i>-<i>σσω</i>: <i>Fαρά</i>-<i>σσω</i>) ανάλογη με αυτήν στα ρ. <i>θρά</i>-<i>σσω</i>: <i>ταρά</i>-<i>σσω</i>. Η [[άποψη]], όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού <i>F</i>- στο ρ. [[ἀράσσω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αράσσω]]). Στους μεταγενέστερους χρόνους η [[οικογένεια]] του ρ. [[ῥάσσω]] συγχεόταν [[συχνά]] με αυτήν του ρ. [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]]» (ανάλογη [[σύγχυση]] παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]» και ρωσ. <i>rezati</i> «[[χτυπώ]]», αρχ. σλαβ. <i>r</i><i>ě</i><i>zati</i> «[[κόπτω]]»)]. | |mltxt=και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. [[ῥήσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον, τον [[ρίχνω]] [[κάτω]] βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πατάσσω]], [[τιμωρώ]] αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για χορευτές) [[χτυπώ]] το [[έδαφος]] [[δυνατά]] με τα πόδια («[[πέδον]] ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ῥήσσειν τύμπανα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fρᾶχ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ῥαχ</i>-<i>ία</i>) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ā</i><i>ĝh</i>- «[[χτυπώ]]» και να συνδεθεί με ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]», τσέχικο <i>raz</i> «[[χτύπημα]]». Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ῥάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fραχ</i>-<i>jώ</i>) συνδέεται με το ρ. [[ἀράσσω]] «[[ορμώ]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]]» με μια [[εναλλαγή]] μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (<i>Fρά</i>-<i>σσω</i>: <i>Fαρά</i>-<i>σσω</i>) ανάλογη με αυτήν στα ρ. <i>θρά</i>-<i>σσω</i>: <i>ταρά</i>-<i>σσω</i>. Η [[άποψη]], όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού <i>F</i>- στο ρ. [[ἀράσσω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αράσσω]]). Στους μεταγενέστερους χρόνους η [[οικογένεια]] του ρ. [[ῥάσσω]] συγχεόταν [[συχνά]] με αυτήν του ρ. [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]]» (ανάλογη [[σύγχυση]] παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]» και ρωσ. <i>rezati</i> «[[χτυπώ]]», αρχ. σλαβ. <i>r</i><i>ě</i><i>zati</i> «[[κόπτω]]»)]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί ράττω (=χτυπῶ, ρίχνω καταγῆς, [[συντρίβω]]). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = [[ράσσω]], ([[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρήγνυμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> ράγδην (=βίαια), ραγδαῖος (=[[ὁρμητικός]]), ρακτήριος, ρακτός (=[[τραχύς]]), [[σύρραξις]] (=σύγκρουση), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ρήγνυμι]]. | |||
}} | }} |