Anonymous

ὕπνος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sleep]]
|woodrun=[[sleep]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα υπ-. Παράγωγα [[ὑπνηλός]], [[ὑπνοδότης]], ὑπνομαχῶ (=διώχνω τόν ὕπνο), [[ὑπνόω]] -ῶ (=[[ἀποκοιμίζω]]), [[ὑπνώσσω]] (=[[νυστάζω]]), [[ὑπνωτικός]], [[ὑπνωτέον]], [[ὑπνοφανής]] (=αὐτός πού φαίνεται στούς ὕπνους), [[ὑπνοφόβης]] (=αὐτός πού φοβίζει κάποιον στόν ὕπνο), [[ὑπνοφόρος]] (=αὐτός πού φέρνει ὕπνο).
}}
}}