Anonymous

ὠχρός: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[pale]], [[pale of complexion]], [[pale of face]]
|woodrun=[[pale]], [[pale of complexion]], [[pale of face]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=χλωμός, πρασινοκίτρινος). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ὤχρα]], [[ὠχραίνω]], [[ὠχραντικός]], [[ὠχράω]] -ῶ (=χλωμιάζω), [[ὠχρίασις]], [[ὠχριάω]] (=χλωμιάζω), [[ὠχρότης]] (=κιτρινάδα), [[ὦχρος]], ὁ (=κιτρινάδα), [[ὤχρωμα]], τό (=κιτρινάδα), [[ὠχροειδής]] (=[[κίτρινος]]), [[ὠχρόξανθος]] (=αὐτός πού [[ἔχει]] ξανθοκίτρινο [[χρῶμα]]), [[ὠχρομέλας]] (=μαυροκίτρινος).
}}
}}