Anonymous

ραφή: Difference between revisions

From LSJ
119 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαφή]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να ράβει [[κανείς]] [[κάτι]], να συνενώνει ράβοντας με [[κλωστή]], το [[ράψιμο]] (α. «[[κοπή]] και [[ραφή]] στρατιωτικών στολών<br />β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη [[σύνθεσις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σημείο]] ή η [[γραμμή]], στην οποία συνδέονται με [[ράψιμο]] κομμάτια υφάσματος, δέρματος ή άλλου υλικού (α. «ξηλώθηκε η [[ραφή]] του παπουτσιού» β. «ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> η οδοντωτή [[σύνδεση]] τών οστών του κρανίου και του μετώπου [[μεταξύ]] τους («κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα [[σημεία]], στα οποία συνενώνονται μετάλλινα ελάσματα με καρφιά (α. «οι ραφές τών [[λεβήτων]]» β. «[[ραφή]] του ντεπόζιτου»<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκράτηση]] σε [[επαφή]] δύο ιστικών επιφανειών με ράμματα, [[καθώς]] και η [[συνένωση]] τών χειλέων ενός δερματικού τραύματος με μεταλλικούς αγητήρες ή με άλλα [[μέσα]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[γραμμή]] του δέρματος ή μιας απονεύρωσης που προεξέχει και μοιάζει με [[ουλή]], όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ραφή]] που διαιρεί το όσχεο και το περίνεο σε δύο [[πλάγια]] συμμετρικά τμήματα<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> [[παρυφή]] του εξωτερικού στρώματος του περιβλήματος ή κελύφους του σπέρματος, η οποία διατρέχει [[κατά]] [[μήκος]] την [[πλευρά]] που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[μικροπύλη]] στις ανατροπές σπερμοβλάστες<br /><b>5.</b> [[σχισμή]] που διατρέχει [[κατά]] [[μήκος]] το κυτταρικό [[τοίχωμα]] τών κινητών διατόμων που εμφανίζουν αμφίπλευρη [[συμμετρία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ῥαφίς]], [[βελόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πτύχωση]] που γίνεται για να τοποθετηθεί [[πόρπη]] («ἐνδυσάμενος τὸν χιτῶνα καὶ τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαφ</i>- του [[ῥάπτω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. παθ. αόρ. <i>ῥαφ</i>-<i>ῆναι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i>].
|mltxt=η / [[ῥαφή]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το να ράβει [[κανείς]] [[κάτι]], να συνενώνει ράβοντας με [[κλωστή]], το [[ράψιμο]] (α. «[[κοπή]] και [[ραφή]] στρατιωτικών στολών<br />β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη [[σύνθεσις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[σημείο]] ή η [[γραμμή]], στην οποία συνδέονται με [[ράψιμο]] κομμάτια υφάσματος, δέρματος ή άλλου υλικού (α. «ξηλώθηκε η [[ραφή]] του παπουτσιού» β. «ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> η οδοντωτή [[σύνδεση]] τών οστών του κρανίου και του μετώπου [[μεταξύ]] τους («κεφαλὴ οὐκ ἔχουσα ῥαφάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα [[σημεία]], στα οποία συνενώνονται μετάλλινα ελάσματα με καρφιά (α. «οι ραφές τών [[λεβήτων]]» β. «[[ραφή]] του ντεπόζιτου»<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[συγκράτηση]] σε [[επαφή]] δύο ιστικών επιφανειών με ράμματα, [[καθώς]] και η [[συνένωση]] τών χειλέων ενός δερματικού τραύματος με μεταλλικούς αγητήρες ή με άλλα [[μέσα]]<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[γραμμή]] του δέρματος ή μιας απονεύρωσης που προεξέχει και μοιάζει με [[ουλή]], όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ραφή]] που διαιρεί το όσχεο και το περίνεο σε δύο [[πλάγια]] συμμετρικά τμήματα<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> [[παρυφή]] του εξωτερικού στρώματος του περιβλήματος ή κελύφους του σπέρματος, η οποία διατρέχει [[κατά]] [[μήκος]] την [[πλευρά]] που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[μικροπύλη]] στις ανατροπές σπερμοβλάστες<br /><b>5.</b> [[σχισμή]] που διατρέχει [[κατά]] [[μήκος]] το κυτταρικό [[τοίχωμα]] τών κινητών διατόμων που εμφανίζουν αμφίπλευρη [[συμμετρία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ῥαφίς]], [[βελόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[πτύχωση]] που γίνεται για να τοποθετηθεί [[πόρπη]] («ἐνδυσάμενος τὸν χιτῶνα καὶ τὴν ῥαφὴν ἐκ τοῦ δεξιοῦ παραλυσάμενος ὤμου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαφ</i>- του [[ῥάπτω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. παθ. αόρ. <i>ῥαφ</i>-<i>ῆναι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[ράπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}