3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾰμάω:''' [[τύπος]] που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]]· [[ωστόσο]], αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του [[δαμάζω]]. | |lsmtext='''δᾰμάω:''' [[τύπος]] που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]]· [[ωστόσο]], αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του [[δαμάζω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=καί [[δαμάζω]] (=[[τιθασεύω]], ἡμερώνω, [[ὑποτάσσω]]). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → [[δαμάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ὁ [[δαμάλης]] (=μοσχαράκι), ἡ [[δάμαλις]], ἡ [[δάμαρ]] (=[[σύζυγος]]), [[πανδαμάτωρ]] (=πού δαμάζει τά πάντα), [[δάμασις]], [[δαμασμός]], [[δαμαστής]], [[δαμαστέος]], [[ἀδάμαστος]], ἡ [[δμῆσις]], [[δμητήρ]], [[δμωή]] (=δούλα ἀπό [[αἰχμαλωσία]]), ὁ [[δμώς]] (=[[δοῦλος]] [[αἰχμάλωτος]]), [[ἀδμής]] -ῆτος (=[[ἀδάμαστος]], ἀνύπαντρος), [[ἄδμητος]] (=[[ἀδάμαστος]]), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας. | |||
}} | }} |