Anonymous

δαμάω: Difference between revisions

From LSJ
857 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμάω:''' [[τύπος]] που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]]· [[ωστόσο]], αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του [[δαμάζω]].
|lsmtext='''δᾰμάω:''' [[τύπος]] που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του [[δαμᾷ]], [[δαμάᾳ]], [[δαμόωσι]]· [[ωστόσο]], αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του [[δαμάζω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=καί [[δαμάζω]] (=[[τιθασεύω]], ἡμερώνω, [[ὑποτάσσω]]). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → [[δαμάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> ὁ [[δαμάλης]] (=μοσχαράκι), ἡ [[δάμαλις]], ἡ [[δάμαρ]] (=[[σύζυγος]]), [[πανδαμάτωρ]] (=πού δαμάζει τά πάντα), [[δάμασις]], [[δαμασμός]], [[δαμαστής]], [[δαμαστέος]], [[ἀδάμαστος]], ἡ [[δμῆσις]], [[δμητήρ]], [[δμωή]] (=δούλα ἀπό [[αἰχμαλωσία]]), ὁ [[δμώς]] (=[[δοῦλος]] [[αἰχμάλωτος]]), [[ἀδμής]] -ῆτος (=[[ἀδάμαστος]], ἀνύπαντρος), [[ἄδμητος]] (=[[ἀδάμαστος]]), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.
}}
}}