Anonymous

λείπω: Difference between revisions

From LSJ
1,117 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
|woodvrf=[[bequeath]], [[fail]], [[quit]], [[be deficient]], [[be wanting]], [[bequeath by will]], [[fall short]], [[give out]], [[leave by will]], [[leave in the lurch]]
|woodvrf=[[bequeath]], [[fail]], [[quit]], [[be deficient]], [[be wanting]], [[bequeath by will]], [[fall short]], [[give out]], [[leave by will]], [[leave in the lurch]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀφήνω, [[ἐγκαταλείπω]]). Ἀρχικό [[θέμα]] λειπ-, μέ μετάπτωση τό ἀσθενές [[θέμα]] λιπκαί [[πάλι]] μέ μετάπτωση λοιπ-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[λεῖμμα]], τό (=ὑπόλοιπο), [[διάλειμμα]], [[ἔλλειμμα]], [[ὑπόλειμμα]], [[ἐγκατάλειμμα]], [[λεῖψις]], [[ἔλλειψις]], [[ἀπόλειψις]], [[ἔκλειψις]], [[ἐπίλειψις]], [[λείψανον]], [[λειψανδρία]], [[λειψυδρία]], [[λειπτέον]], [[ἀπολειπτέον]], [[παραλειπτέον]], [[ἀδιάλειπτος]], [[ἀδιαλείπτως]] (=ἀδιάκοπα), [[ἀνέκλειπτος]], [[λοιπός]], [[λοίσθιος]] ἤ [[λοῖσθος]] (=[[τελευταῖος]], [[ἔσχατος]], [[λιπόνεως]] = [[λιπόναυς]], ὁ (=αὐτός πού ἐγκαταλείπει τό στόλο), [[λιποταξία]] (=ἀπόδραση), [[λίφαιμος]] (=[[ὠχρός]]), [[λιποψυχία]].
}}
}}