Anonymous

σφετερίζω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφετερίζω]], [[σφέτερος]]<br />to make one's own, [[appropriate]], [[usurp]], Plat.:—so, as Dep. [[σφετερίζομαι]], Xen., Dem.
|mdlsjtxt=[[σφετερίζω]], [[σφέτερος]]<br />to make one's own, [[appropriate]], [[usurp]], Plat.:—so, as Dep. [[σφετερίζομαι]], Xen., Dem.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=κάνω κάτι ξένο δικό μου) καί πιό συνηθισμένο τό [[σφετερίζομαι]]. Ἀπό τήν κτητική ἀντων. γ' προσώπου [[σφέτερος]] (=δικός τους). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφετέρησις, [[σφετερισμός]], [[σφετεριστής]].
}}
}}