Anonymous

κείρω: Difference between revisions

From LSJ
1,574 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ke⋯rw 咳羅<br />'''詞類次數''':動詞(4)<br />'''原文字根''':剪 相當於: ([[גָּזַז]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':剪*,剪短,破壞,剪髮,剪毛<br />'''同源字''':1) ([[κείρω]])剪 2) ([[κέρμα]])修剪,銀錢 3) ([[κερματιστής]])兌換銀錢者,修剪者<br />'''出現次數''':總共(4);徒(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 剪髮(1) 林前11:6;<br />2) 該剪了髮(1) 林前11:6;<br />3) 剪了(1) 徒18:18;<br />4) 剪毛的人(1) 徒8:32
|sngr='''原文音譯''':ke⋯rw 咳羅<br />'''詞類次數''':動詞(4)<br />'''原文字根''':剪 相當於: ([[גָּזַז]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':剪*,剪短,破壞,剪髮,剪毛<br />'''同源字''':1) ([[κείρω]])剪 2) ([[κέρμα]])修剪,銀錢 3) ([[κερματιστής]])兌換銀錢者,修剪者<br />'''出現次數''':總共(4);徒(2);林前(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 剪髮(1) 林前11:6;<br />2) 該剪了髮(1) 林前11:6;<br />3) 剪了(1) 徒18:18;<br />4) 剪毛的人(1) 徒8:32
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κουρεύω]]). Ἀπό ρίζα κερ + [[πρόσφυμα]] j → κερ-j-ω → κέρρω → κέρω → μέ ἀντέκταση [[κείρω]]. Ἀρχικά [[ὅμως]] ἦταν κερσ = κορσ = κορρ = κουρ καί μέ μετάπτωση καρ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κέρμα]] (=κομμάτι), [[κατακερματίζω]] (=κόβω σέ μικρά κομμάτια), [[κορμός]], [[ἴσως]] τό [[καιρός]], [[ἀκαρής]] (=[[πολύ]] μικρά μαλλιά πού δέν μποροῦν νά κοποῦν), [[ἀκαριαῖος]] (=[[στιγμιαῖος]]), ἀκαριαίως, [[καρτός]], [[ἄκαρτος]] (=[[ἀκούρευτος]]), [[κουρά]] (=κούρεμα), [[κουρεῖον]], [[κουρεύς]], [[κούρευμα]], [[κουρεύω]], [[κόρση]] (=[[κρόταφος]]), [[κοῦρος]] (=[[ἔφηβος]]), [[κόρη]] ἤ [[κούρη]] (=παρθένα), [[κούρητες]] (=νέοι, πολεμιστές), [[κουρίδιος]] (=[[νόμιμος]] [[σύζυγος]]), [[κούριμος]], [[κουρίς]] (=ξυράφι), [[κουροτρόφος]]. Ἴσως καί τό [[κειρία]] (=σχοινί), [[ἀκραιφνής]] (=[[ἀμιγής]]) < [[ἀκεραιοφανής]] < [[ἀκέραιος]] + φαίνομαι. Τό [[ἀκέραιος]] ἀπό τό α στερητ. + [[κείρω]]. Κατ' ἄλλους ἀπό τό α στερητ. + [[κεράννυμι]] ἤ α στερητ. + [[κέρας]].
}}
}}