Anonymous

ρυμός: Difference between revisions

From LSJ
367 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
(36)
 
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥυμός]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό επίμηκες [[ξύλο]], κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, [[τιμόνι]]<br /><b>2.</b> το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο [[άκρο]] του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο [[ζυγός]] και το οποίο χρησιμεύει για την [[έλξη]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> σιδερένια [[δοκός]], από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει τήν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δέντρου [[κατάλληλος]] για [[κάψιμο]], το [[κούτσουρο]]<br /><b>3.</b> η [[τροχιά]] διάττοντα αστέρα<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[στοίχος]], [[σειρά]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (στους Ροδίους) [[βάρος]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζύγισμα]]<br /><b>7.</b> τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τάξις]] ἢ έμμέλεια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θυ</i>-<i>μός</i>, <i>χυ</i>-<i>μός</i>)].
|mltxt=ο / [[ῥυμός]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό επίμηκες [[ξύλο]], κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές του οποίου ζεύονται τα ζώα, [[τιμόνι]]<br /><b>2.</b> το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο [[άκρο]] του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο [[ζυγός]] και το οποίο χρησιμεύει για την [[έλξη]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> σιδερένια [[δοκός]], από τις δύο πλευρές της οποίας ζεύονταν τα οπίσθια άλογα της ομοζυγίας του παλαιού πεδινού πυροβολικού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει τήν [[άμαξα]]<br /><b>2.</b> [[κορμός]] δέντρου [[κατάλληλος]] για [[κάψιμο]], το [[κούτσουρο]]<br /><b>3.</b> η [[τροχιά]] διάττοντα αστέρα<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> [[στοίχος]], [[σειρά]]<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) (στους Ροδίους) [[βάρος]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζύγισμα]]<br /><b>7.</b> τρείς αστέρες στον αστερισμό της Άρκτου<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τάξις]] ἢ έμμέλεια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ <i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θυ</i>-<i>μός</i>, <i>χυ</i>-<i>μός</i>)].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τό ξύλο τῆς ἅμαξας ἀπό τό μέσο τοῦ ἄξονα ὡς τό ζυγό καί ἐκτείνεται πρός τά μπρός, τιμόνι). Ἀπό τό [[ρύω]] ([[ἐρύω]]) πού εἶναι ἐνεργητικό τοῦ [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}