Anonymous

τυμβογέρων: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
mNo edit summary
(CSV import)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])].
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πολύ]] γέρος, πού [[ἔχει]] τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό [[τύμβος]] + [[γέρων]]. Δές για περισσότερα παράγωγα στό [[γηράσκω]] καί στή λέξη [[τύμβος]].
}}
}}