Anonymous

καματώδης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, , .<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[qui fatigue]], [[qui épuise]], [[pénible]].<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] afmattend.
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] [[afmattend]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κοπιαστικός, κουραστικός). Ἀπό τό [[κάματος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κάμνω]].
|mantxt=(=[[κοπιαστικός]], [[κουραστικός]]). Ἀπό τό [[κάματος]] + [[εἶδος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κάμνω]].
}}
}}