Anonymous

ὠκύς: Difference between revisions

From LSJ
2,525 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "shd. " to "should ")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[quick]], [[swift]]
|woodrun=[[quick]], [[swift]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ὠκεῖα, ὠκύ (=γρήγορος, [[ὁρμητικός]]). Ἀπό τή ρίζα ακ- ([[ἀκωκή]]), συγγενικό μέ τό [[ὀξύς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ὠκύτης]], ὠκύβολος (=αὐτός πού χτυπάει γρήγορα), [[ὠκύμορος]] (=αὐτός πού πεθαίνει πρόωρα), [[ὠκυπέτης]] (=αὐτός πού πετάει, τρέχει γρήγορα), [[ὠκύπορος]] (=αὐτός πού προχωράει γρήγορα), [[ὠκύπους]] (=ὁ γρήγορος στά πόδια), [[ὠκύπτερος]] (=αὐτός πού πετάει γρήγορα), [[ὠκύροος]] (=αὐτός πού κυλάει γρήγορα), [[ὠκύαλος]] (=αὐτός πού πλέει γρήγορα πάνω στή [[θάλασσα]]), [[ὠκυβόας]] (=ὁ γρήγορος στή [[μάχη]]), [[ὠκυγένεθλος]] (=αὐτός πού γρήγορα γεννήθηκε), [[ὠκύγλωσσος]] (=ὁ γρήγορος στή γλώσσα), [[ὠκυδήκτωρ]] (=αὐτός πού δαγκάνει γερά), [[ὠκυδίδακτος]] (=αὐτός πού διδάσκεται γρήγορα), [[ὠκυδίνητος]] (=αὐτός πού γρήγορα περιστρέφεται), ὠκυδρομῶ (=[[τρέχω]] γρήγορα), [[ὠκυεπής]] (=αὐτός πού μιλάει γρήγορα), [[ὠκύθοος]] (=αὐτός πού τρέχει γρήγορα), [[ὠκυλόχεια]] (=[[αὐτή]] πού ἐπιταχύνει ἠ εὐκολύνει τή [[γέννα]]), [[ὠκυμάχος]] (=αὐτός πού μάχεται γρήγορα), [[ὠκύμολος]] (=αὐτός πού προχωράει γρήγορα), [[ὠκυπέδιλος]] (=ὁ γρήγορος στα πόδια), [[ὠκύπλανος]] (=ὁ γρήγορα περιφερόμενος), [[ὠκύπλοος]] (=αὐτός πού πλέει γρήγορα), [[ὠκύποινος]] (=αὐτός πού τιμωρεῖται γρήγορα), [[ὠκύπομπος]] (=αὐτός πού μεταφέρει γρήγορα), [[ὠκύσημος]] (=αὐτός πού γρήγορα παρατηριέται), [[ὠκύσκοπος]] (=αὐτός πού ἐξετάζει γρήγορα), [[ὠκυτόκος]] (=αὐτός πού συντελεῖ στή γρήγορη κι εὔκολη [[γέννα]]), [[ὠκυφόνος]] (=[[θανατηφόρος]]).
}}
}}