3,271,151
edits
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stasimos | |Transliteration C=stasimos | ||
|Beta Code=sta/simos | |Beta Code=sta/simos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, ([[στάσις]]): < | |Definition=[ᾰ], ον, ([[στάσις]]):<br><span class="bld">I</span> Act., [[checking]], [[stopping]], <b class="b3">τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος</b> [[styptics]], Hp.''Mul.''2.110; of foods, = [[στατικός]] ''1'', Id.''Vict.''2.54,55.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[brought to a stand]], [[standing]], [[stationary]]: of water, [[stagnant]], Id.Aėr.7, X.''Oec.''20.11, Aen.Tact.8.4, etc.; <b class="b3">στασιμώτατος ποταμῶν</b> Id.Aër.15; <b class="b3">στάσιμον αἷμα</b> Id.''Acut.'' (''Sp.''9; <b class="b3">στάσιμα ὕδατα</b>, opp. [[ῥυτά]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''353b19.<br><span class="bld">b</span> [[stable]], [[steadfast]], opp. [[ὑγρός]] and [[ῥοώδης]], Hp.''Mul.''2.111, cf. ''Nat.Mul.'' 1, Diog.Apoll.5 (Comp.); <b class="b3">τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον εἶναι</b>, opp. [[κινητικόν]], Plu.2.945f; στάσιμος κίνησις Pl.''Sph.''256b, cf. ''Tht.''180b, Arist.''GA''717a30 (Comp.); [[πνεῦμα]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.12.11; βίος ''BCH''51.148 (Salamis Cypr.); <b class="b3">στάσιμα ἄστρα</b> [[fixed]], Poll.4.156; <b class="b3">στάσιμα ὄργανα</b> defined in Orib.49.2.6. Adv. [[στασίμως]] Hp.''Acut.''29: Comp. [[στασιμωτέρως]] Pl.''Ti.''55e.<br><span class="bld">2</span> of men, [[steadfast]], [[steady]], <b class="b3">φύσεις κόσμιοι καὶ στάσιμοι</b> Id.''R.''539d; τὰ στάσιμα γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Arist. ''Rh.''1390b30; φρόνιμος καὶ στάσιμος ἄνθρωπος Plb.27.15.10; <b class="b3">στασιμώτερος</b>, opp. [[τολμηρότερος]], Id.21.7.5: <b class="b3">τὸ στάσιμον</b> = [[steadiness]], Id.6.58.13; <b class="b3">τὸ στάσιμον τῆς ἵππου</b> the [[heavy]] [[cavalry]], Id.3.65.6; οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν Id.15.16.4.<br><span class="bld">3</span> of music, ἡ Δωριστὶ στασιμωτάτη καὶ μάλιστα ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῖον Arist.''Pol.''1342b13, cf. 1340b9, ''Pr.''922b15; <b class="b3">μέτρον στασιμώτατον</b>, of [[heroic]] [[verse]], Id.''Po.''1459b34; <b class="b3">λέξις στάσιμος</b> Id.''EN''1125a14:—but,<br><span class="bld">b</span> [[στάσιμον]], τό, in Tragedy, [[choral]] [[song]], distinguished by Aristotle fr. [[πάροδος]] and defined as <b class="b3">μέλος χοροῦ τὸ ἄνευ ἀναπαίστου καὶ τροχαίου</b>, ''Po.'' 1452b23, cf. S.E.''M.''6.17, Poll.4.53, Ath.13.592b; expld. as sung by the chorus when [[stationary]], <b class="b3">στάσιμον μέλος ὃ ᾄδουσιν ἱστάμενοι οἱ χορευταί</b> Sch. Ar.''Ra.''1314, cf. Arg.A.''Pers.'', Sch.Ar.''V.''270, Sch.S.''Tr.''216, ''EM''690.49, 725.2; cf. [[στάδην]].<br><span class="bld">4</span> <b class="b3">ἀργύριον στάσιμον</b> [[money]] out at [[interest]], Lex Solonis ap.Lys.10.18.<br><span class="bld">III</span> (στάσις A. 11) [[weighed]], [[weighable]]: <b class="b3">τὰ στάσιμα</b> = [[σταθμία]], Cephisod.13; <b class="b3">θεωρῶν.. τὸν ἄνδρα.. ἕλκοντα τὸ τῆς πράξεως στάσιμον</b>. Plb.8.19.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] ον, selten 3 Endgn, – 1) zum Stehen bringend, αἵματος, blutstillend, Hippocr. – 2) zum Stehen gebracht, festgestellt, feststehend, unbeweglich; Plat. Theaet. 180 b; στάσιμον αὐτὴν τὴν κίνησιν προσαγορεύειν, Soph. 256 b; στασιμώτερον ἐκείνου, Tim. 58 e; auch adv., στασιμωτέρως βέβηκε, 55 e; [[ὕδωρ]], stehendes Wasser, Xen. Oec. 20, 11; καὶ [[ἀβλαβής]], Pol. 11, 29, 10, vom Meere; τὸ στάσιμον τῆς ἵππου, die feste, schwere Reiterei, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0929.png Seite 929]] ον, selten 3 Endgn, – 1) zum Stehen bringend, αἵματος, blutstillend, Hippocr. – 2) zum Stehen gebracht, festgestellt, feststehend, unbeweglich; Plat. Theaet. 180 b; στάσιμον αὐτὴν τὴν κίνησιν προσαγορεύειν, Soph. 256 b; στασιμώτερον ἐκείνου, Tim. 58 e; auch adv., στασιμωτέρως βέβηκε, 55 e; [[ὕδωρ]], stehendes Wasser, Xen. Oec. 20, 11; καὶ [[ἀβλαβής]], Pol. 11, 29, 10, vom Meere; τὸ στάσιμον τῆς ἵππου, die feste, schwere Reiterei, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der leichten numidischen, 3, 65, 6. Dah. von Menschen, standhaft, fest, καὶ [[φρόνιμος]] [[ἄνθρωπος]], Pol. 27, 13, 10; βαθύτερος τῇ φύσει καὶ στασιμώτερος [[μᾶλλον]] ἢ τολμηρότερος, 21, 5, 5; οἱ μαχιμώτατοι καὶ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν, die am besten Stand halten, 15, 16, 4; τὸ στάσιμον, Standhaftigkeit, Festigkeit, 6, 58, 13 u. öfter; – [[ἁρμονία]], ruhig, Arist. probl. 19, 49, die Tonweise, die sonst [[ὑποδωριστί]] hieß; – [[ἀργύριον]], ausstehendes, auf Zinsen stehendes Geld, in Solon's Gesetzen bei Lys. 10, 18: τὸ [[ἀργύριον]] στάσιμον εἶναι ἐφ' ὅσον ἂν βούληται ὁ δανείζων, wo Lys. erkl. οὐ ζυγῷ ἱστάναι, ἀλλὰ τόκον πράττεσθαι; – τὸ στάσιμον, mit und ohne [[μέλος]], in der Tragödie ein Chorgesang, entweder, weil er im ununterbrochenen Zusammenhange ohne Unterbrechung durch andere nicht zum Chorgesange gehörige Verse fortlief, also von der Stätigkeit seiner rhythmischen Natur benannt, Herm. Arist. poet. 12, 8, elem. metr. p. 724 ff, od. im <span class="ggns">Gegensatz</span> zur [[πάροδος]], weil er vom Chor gesungen wurde, nachdem dieser seinen Stand in der Orchestra eingenommen hatte, vgl. epit. metr. p. 266; eben so steht [[στάσις]] μελῶν Ar. Ran. 1314; ἔν τινι στασίμῳ Ath. XIII, 592. – 3) gewogen, wägbar, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />fixe, <i>d'où</i><br /><b>1</b> | |btext=ος, ον :<br />fixe, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[sédentaire]] ; στάσιμον [[ὕδωρ]] XÉN eau stagnante;<br /><b>2</b> [[massif]], [[pesant]];<br /><b>3</b> [[ferme]], [[résistant]];<br /><b>4</b> [[constant]], [[immuable]], [[régulier]] : στάσιμον [[ἀργύριον]] argent qui rapporte un revenu fixe.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἵστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στάσῐμος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''στάσῐμος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[стоячий]], [[неподвижный]] ([[ὕδωρ]] Xen.; ὕδατα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[спокойный]], [[тихий]] (τῆς θαλάττης [[φύσις]] Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[уравновешенный]], [[положительный]], [[серьезный]] ([[φρόνιμος]] καὶ σ. [[ἄνθρωπος]] Polyb.);<br /><b class="num">4</b> [[стойкий]], [[непоколебимый]] ([[ἄνδρες]] Polyb.);<br /><b class="num">5</b> [[постоянный]], [[неизменный]] ([[φύσεις]] Plat.);<br /><b class="num">6</b> [[размеренный]], [[медлительный]], [[величавый]] ([[ποίησις]] Arst.): [[στάσιμον]] [[μέλος]] Arph., Arst., Sext. = [[στάσιμον]] 1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάσιμος''': -ον, ([[στάσις]]): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, [[ἀκίνητος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον [[ὕδωρ]], ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. [[αἷμα]] ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[στερεός]], ὡς τὸ [[στρυφνός]], ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ [[ῥοώδης]], Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. [[εἶναι]], ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. [[κίνησις]] Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· [[πνεῦμα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκλόνητος]], Λατιν. constans, [[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ [[εὐστάθεια]], ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· [[οὕτως]], οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· [[μέτρον]] στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· [[λέξις]] στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - [[ἀλλά]], β) στάσιμον (μετὰ τοῦ [[μέλος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, Πολυδ. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν [[οὕτως]] [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, [[ἐπειδὴ]] τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ μετὰ τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται [[ὡσαύτως]] [[στάσις]] μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ἀργύριον]] στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. ([[στάσις]] Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1. | |lstext='''στάσιμος''': -ον, ([[στάσις]]): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, [[ἀκίνητος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον [[ὕδωρ]], ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. [[αἷμα]] ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) [[σταθερός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκίνητος]], [[δυσκίνητος]], [[στερεός]], ὡς τὸ [[στρυφνός]], ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ [[ῥοώδης]], Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. [[εἶναι]], ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. [[κίνησις]] Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· [[πνεῦμα]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[στερεός]], [[εὐσταθής]], [[ἀκλόνητος]], Λατιν. constans, [[φύσεις]] κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ [[εὐστάθεια]], ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· [[οὕτως]], οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ [[Δωριστὶ]] στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ [[ἦθος]] ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· [[μέτρον]] στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· [[λέξις]] στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - [[ἀλλά]], [[β]]) στάσιμον (μετὰ τοῦ [[μέλος]] ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]]), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, Πολυδ. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν [[οὕτως]] [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, [[ἐπειδὴ]] τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ μετὰ τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται [[ὡσαύτως]] [[στάσις]] μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) [[ἀργύριον]] στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. ([[στάσις]] Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |