Anonymous

πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. [[πόρω]] ἀόρ. β´ [[ἔπορον]] – [[πορεῖν]] (=[[δίνω]]). Ρίζα πορ- τοῦ [[πόρος]]. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → [[πέπρωται]]. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον [[ἐστί]], ἡ πεπρωμένη ([[μοῖρα]]), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).
}}
}}