Anonymous

ἱκνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
(CSV import)
Line 42: Line 42:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἱκνέομαι''': {hiknéomai}<br />'''Meaning''': [[kommen]]<br />'''See also''': s. [[ἵκω]].<br />'''Page''' 1,718
|ftr='''ἱκνέομαι''': {hiknéomai}<br />'''Meaning''': [[kommen]]<br />'''See also''': s. [[ἵκω]].<br />'''Page''' 1,718
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἱκνοῦμαι (=[[ἔρχομαι]], φτάνω). Εἶναι ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῶν ποιητικῶν ρημ. ἳκω και [[ἱκάνω]], μέ ρίζα ϝικ + [[πρόσφυμα]] νε + ομαι → ϝικ-νέ-ομαι → ἱκ-νέ-ομαι → ἱκνοῦμαι.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἱκανός]], [[ἱκανότης]], [[ἱκανῶς]], [[ἱκέτης]], [[ἱκετεύω]], [[ἱκετεία]] καί [[ἱκεσία]], [[ἱκέτευμα]], [[ἱκετευτικός]], [[ἱκετεύσιμος]], [[ἱκετευτέος]], [[ἱκέτευσις]], [[ἱκετήριος]], [[ἱκετικός]], [[ἴκμενος]] (=[[ἄνεμος]] [[εὐνοϊκός]]), [[ἵκτωρ]] (=[[ἱκέτης]]), [[ἄφιξις]], [[προίξ]] (προίκ-ς) (=τά δῶρα τοῦ γάμου πού φτάνουν ἀπό πρίν), [[ἴχνος]], [[ἰχνεύω]], [[ἰχνευτής]], [[προΐκτης]] (=ζητιάνος), [[ἐφικτός]] (=κατορθωτός), ἀπρ ό σ ικτο ς (=ἀπ λησ ί ασ το ς), ἀν έ φικτο ς (=[[ἀκατόρθωτος]]), ἄικτος (=[[ἀπλησίαστος]]), [[ἰχνηλατῶ]], [[ἰχνηλάτης]].
}}
}}