Anonymous

γοητεύω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γόης]]<br />to [[bewitch]], [[beguile]], Plat.
|mdlsjtxt=[[γόης]]<br />to [[bewitch]], [[beguile]], Plat.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μαγεύω]], ἐξαπατώ). Άπό τό [[γόης]], ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[γοητεία]] (=[[μαγεία]]), [[γοήτευσις]] (=[[ἀπάτη]]), [[γοήτευμα]] (=μαγικό [[τέχνασμα]]), [[γοητευτικός]], [[γοητεύτρια]], [[γοητικός]] (=[[ἔμπειρος]] σέ μαγικά τεχνάσματα), [[δυσγοήτευτος]].
}}
}}