Anonymous

ὀλισθαίνω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀλισθαίνω:''' Plut. (только praes. и impf.) = [[ὀλισθάνω]].
|elrutext='''ὀλισθαίνω:''' Plut. (только praes. и impf.) = [[ὀλισθάνω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=γλιστρῶ). Ἀπό τό ο προθεματικό + [[λισσός]] (=[[λεῖος]]). Ἔχει σχέση μέ τά λίς (=[[λεῖος]], [[φαλακρός]]), [[γλίσχρος]]. Θέμα λισθμέ προθεματικό ο καί τό [[πρόσφυμα]] αν → [[ὀλισθάνω]] καί ὀλισθάν-j-ω→ [[ὀλισθαίνω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀλίσθημα]] (=γλίστρημα), [[ὀλισθηρός]] (=γλιστερός), [[ὀλίσθησις]], [[ὀλισθητικός]], [[ὄλισθος]], [[εὐολίσθητος]].
}}
}}