Anonymous

ὀφείλω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
{{WoodhouseVerbsReversedFirstPerson
|woodvrf=[[I am bound]]
|woodvrf=[[I am bound]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=χρωστῶ). Ἀπό τό [[ὄφελος]] (=[[κέρδος]], [[βοήθεια]]) ἀπό ρίζα οφελ-. Θέμα ὀφελ + [[πρόσφυμα]] ν → ὀφέλνω, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν → [[ὀφέλλω]] καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ἀντέκταση [[ὀφείλω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὀφειλή]] (=[[χρέος]]), [[ὀφειλέτης]], [[ὀφειλέτις]], [[ὀφείλημα]], [[ὀφειλομένως]] (=ὅπως πρέπει), [[ὀφειλόντως]].
}}
}}