Anonymous

εὐδαίμων: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[auspicious]], [[fortunate]], [[happy]], [[prosperous]]
|woodrun=[[auspicious]], [[fortunate]], [[happy]], [[prosperous]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού [[ἔχει]] γιά προστάτη καλό θεό, εὐτυχισμένος). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[δαίμων]] (=μοίρα) πού παράγεται, ἀπό τό [[δαίω]] (=[[μοιράζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[εὐδαίμων]]: εὐδαιμονῶ, [[εὐδαιμονία]], [[εὐδαιμονίζω]] (=καλοτυχίζω), [[εὐδαιμονικός]], [[εὐδαιμόνισμα]], [[εὐδαιμονισμός]], εὐδαιμονιστέος.
}}
}}