Anonymous

οἶκος: Difference between revisions

From LSJ
2,184 bytes added ,  15 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 60: Line 60:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σπίτι). Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖκος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἴκαδε]] (=στήν πατρίδα), [[οἴκοι]] (=στήν πατρίδα, γιά στάση σέ τόπο), [[οἰκεῖος]], [[οἰκείως]], [[οἰκειότης]], [[οἰκειόω]] -ῶ (=κάνω κάποιον φίλο), [[οἰκείωμα]], [[οἰκείωσις]], [[οἰκειωτέον]], [[οἰκειωτικός]], [[οἰκέω]] -ῶ (=κατοικῶ), [[οἰκέτης]] και θηλ. [[οἰκέτις]], [[οἴκημα]], [[οἰκηματικός]], [[οἰκημάτιον]] (ὑποκορ.), [[οἴκησις]], ([[διοίκησις]], [[ἐνοίκησις]], [[ἐξοίκησις]], [[κατοίκησις]], [[μετοίκησις]], [[παροίκησις]], [[συνοίκησις]]), [[οἰκήσιμος]], [[οἰκητήρ]], [[οἰκητήριον]], [[κατοικητήριον]], [[οἰκητής]], [[διοικητής]], [[οἰκητικός]], [[διοικητικός]], [[οἰκητός]], [[ἀδιοίκητος]], [[ἀοίκητος]], [[δυσοίκητος]], [[οἰκήτωρ]] (=[[κάτοικος]]), [[οἰκία]], [[κατοικία]], [[συνοικία]], [[οἰκιακός]], [[οἰκίζω]], [[κατοικίδιος]], [[μέτοικος]], [[νεώσοικος]], [[οἰκοδόμος]], οἰκοδομῶ, [[οἰκοδόμημα]], [[οἰκοδόμησις]], [[οἰκοδομητέον]], [[οἰκοδομητικός]], [[οἰκοδομητός]], [[οἰκοδομικός]], [[οἴκοθεν]] (=ἀπό τήν πατρίδα), [[οἰκονόμος]], οἰκονομῶ (=[[διευθύνω]]), [[οἰκονόμημα]], [[οἰκονομητέον]], [[οἰκονομία]], [[οἰκονομικός]], [[ἀνοικονόμητος]], [[οἰκόπεδον]], [[οἰκότριψ]] (-ιβος) (=[[οἰκογενής]] [[δοῦλος]]), [[οἰκοφθόρος]] (=[[ἄσωτος]]), [[οἰκοφθορία]], οἰκοφθορῶ (=σπαταλῶ τήν [[περιουσία]]), [[πρόσοικος]] (=γειτονικός), [[οἰκουρός]], -όν ([[οὖρος]]), (=αὐτός πού φυλάει τό σπίτι, [[οἰκιακός]]), [[οἰκουρός]], ἡ (=νοικοκυρά), [[οἰκωφελής]], -ές (=αὐτός πού ὠφελεῖ τό σπίτι).
|mantxt=(=σπίτι). Πρωτότυπη λέξη. Ἀρχικά ἦταν ϝοῖκος.<br><b>Παράγωγα:</b> [[οἴκαδε]] (=στήν πατρίδα), [[οἴκοι]] (=στήν πατρίδα, γιά στάση σέ τόπο), [[οἰκεῖος]], [[οἰκείως]], [[οἰκειότης]], [[οἰκειόω]] -ῶ (=κάνω κάποιον φίλο), [[οἰκείωμα]], [[οἰκείωσις]], [[οἰκειωτέον]], [[οἰκειωτικός]], [[οἰκέω]] -ῶ (=κατοικῶ), [[οἰκέτης]] και θηλ. [[οἰκέτις]], [[οἴκημα]], [[οἰκηματικός]], [[οἰκημάτιον]] (ὑποκορ.), [[οἴκησις]], ([[διοίκησις]], [[ἐνοίκησις]], [[ἐξοίκησις]], [[κατοίκησις]], [[μετοίκησις]], [[παροίκησις]], [[συνοίκησις]]), [[οἰκήσιμος]], [[οἰκητήρ]], [[οἰκητήριον]], [[κατοικητήριον]], [[οἰκητής]], [[διοικητής]], [[οἰκητικός]], [[διοικητικός]], [[οἰκητός]], [[ἀδιοίκητος]], [[ἀοίκητος]], [[δυσοίκητος]], [[οἰκήτωρ]] (=[[κάτοικος]]), [[οἰκία]], [[κατοικία]], [[συνοικία]], [[οἰκιακός]], [[οἰκίζω]], [[κατοικίδιος]], [[μέτοικος]], [[νεώσοικος]], [[οἰκοδόμος]], οἰκοδομῶ, [[οἰκοδόμημα]], [[οἰκοδόμησις]], [[οἰκοδομητέον]], [[οἰκοδομητικός]], [[οἰκοδομητός]], [[οἰκοδομικός]], [[οἴκοθεν]] (=ἀπό τήν πατρίδα), [[οἰκονόμος]], οἰκονομῶ (=[[διευθύνω]]), [[οἰκονόμημα]], [[οἰκονομητέον]], [[οἰκονομία]], [[οἰκονομικός]], [[ἀνοικονόμητος]], [[οἰκόπεδον]], [[οἰκότριψ]] (-ιβος) (=[[οἰκογενής]] [[δοῦλος]]), [[οἰκοφθόρος]] (=[[ἄσωτος]]), [[οἰκοφθορία]], οἰκοφθορῶ (=σπαταλῶ τήν [[περιουσία]]), [[πρόσοικος]] (=γειτονικός), [[οἰκουρός]], -όν ([[οὖρος]]), (=αὐτός πού φυλάει τό σπίτι, [[οἰκιακός]]), [[οἰκουρός]], ἡ (=νοικοκυρά), [[οἰκωφελής]], -ές (=αὐτός πού ὠφελεῖ τό σπίτι).
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[habitación]] en la que se actúa δήσας δέ τινα πανδέτην ἔγκλεισον εἰς οἶκον, καὶ ἔξω στὰς λέγε τὸν λόγον ἑξάκις ἢ ἑπτάκις οὕτως <b class="b3">ata a alguien totalmente seguro, enciérralo en una habitación y mientras tú en pie desde fuera di la fórmula seis o siete veces así</b> P XII 163 de planta baja ἄμεινον δὲ ἐν τῇ ἀνατολῇ <τῇ τοῦ ἡλίου τὴν> σύστασιν ποιήσεις ... ἐξ οἴκου ἐπιπέδου <b class="b3">podrás llevar a cabo mejor el encuentro al salir el sol, desde una habitación de planta baja</b> P VI 4 ἐν οἴκῳ ἐπιπέδῳ χωρὶς φωτὸς ... δίωκε τὸν λόγον τοῦτον <b class="b3">en una habitación de planta baja, sin luz, recita esta fórmula</b> P VII 727 ἔχε δὲ οἶκον ἐπίπεδον, ὅπου πρὸ ἐνιαυτοῦ οὐδεὶς ἐτελεύτησε <b class="b3">elige una habitación de planta baja, donde no haya muerto nadie desde hace un año</b> P XIII 6 limpia ἐλθὼν οὖν εἰς οἶκον καθαρὸν θήσεις τράπεζαν <b class="b3">ve a una habitación limpia y prepara una mesa</b> P IV 2188 σιδηρᾶν λυχνίαν θὲς ... ἐν οἴκῳ καθαρῷ <b class="b3">pon un portalámparas de hierro en una habitación limpia</b> P VII 541 ἀπόθου αὐτὴν πρὸς σελήνην ἐν οἴκῳ καθαρῷ <b class="b3">guárdala mirando a la luna en una habitación limpia</b> P VII 875 en el centro ἐπίγραψον ἐν τῷ ἐδάφει μέσον τοῦ οἴκου περὶ τὸν τρίποδα λευκῇ γραφίδι τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα <b class="b3">graba en el suelo, en el medio de la habitación, alrededor del trípode, con un estilo blanco el siguiente signo</b> P III 304 ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα <b class="b3">coloca en medio de la habitación un altar de barro y leños de ciprés</b> P XIII 8
}}
}}