Anonymous

στρέφω: Difference between revisions

From LSJ
1,201 bytes added ,  15 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 60: Line 60:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα στρεφ-. Θέματα: α) στρέφ + ω → [[στρέφω]], β) μέ μετάπτωση: στραφ ([[ἐστράφην]]), γ) στροφ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στρεβλός]], [[στρέβλη]], [[στρεβλόω]] -ῶ, [[στρέβλωσις]], [[στρέβλωμα]], [[στρεβλωτής]], [[στρεβλωτήριος]], [[στρέμμα]], [[στρεπτέον]], [[στρεπτήρ]], [[στρεπτικός]], [[στρεπτός]] (=[[εὐλύγιστος]]), [[στρεπτός]] (=περιδέραιο), [[ἀναστρεπτέον]], [[στρέψις]], στρεψοδικῶ (=ἀλλάζω τό σωστό), [[στρόβος]], [[στροβέω]] -ῶ (=[[περιστρέφω]]), [[στρόβιλος]], [[στροβιλίζω]], στροβιλῶ, [[στρόμβος]] (=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος), [[στροφάς]], Στροφάδες (=νησιά στή Ζάκυνθο), [[στροφάδην]], [[στροφαῖος]], στροφά λιγξ (=[[περιστροφή]]), στρόφα λος, [[στροφαλίζω]], [[στροφεῖον]] (=θηλιά), [[στροφεύς]], [[στροφή]] καί σύνθ.: (ἀνα, ἀπο, ἐπι, μετα, περι, κατα, ὑπο, συ)[[στροφή]], [[στρόφιγξ]], [[στρόφιον]], [[στρόφος]] (=στριμμένο λουρί), [[εὔστροφος]], [[εὐστροφία]], [[οἰακοστρόφος]] (=[[πηδαλιοῦχος]]), [[στραβός]], [[στραβίζω]], [[στραβισμός]].
|mantxt=Ἀπό ρίζα στρεφ-. Θέματα: α) στρέφ + ω → [[στρέφω]], β) μέ μετάπτωση: στραφ ([[ἐστράφην]]), γ) στροφ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[στρεβλός]], [[στρέβλη]], [[στρεβλόω]] -ῶ, [[στρέβλωσις]], [[στρέβλωμα]], [[στρεβλωτής]], [[στρεβλωτήριος]], [[στρέμμα]], [[στρεπτέον]], [[στρεπτήρ]], [[στρεπτικός]], [[στρεπτός]] (=[[εὐλύγιστος]]), [[στρεπτός]] (=περιδέραιο), [[ἀναστρεπτέον]], [[στρέψις]], στρεψοδικῶ (=ἀλλάζω τό σωστό), [[στρόβος]], [[στροβέω]] -ῶ (=[[περιστρέφω]]), [[στρόβιλος]], [[στροβιλίζω]], στροβιλῶ, [[στρόμβος]] (=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος), [[στροφάς]], Στροφάδες (=νησιά στή Ζάκυνθο), [[στροφάδην]], [[στροφαῖος]], στροφά λιγξ (=[[περιστροφή]]), στρόφα λος, [[στροφαλίζω]], [[στροφεῖον]] (=θηλιά), [[στροφεύς]], [[στροφή]] καί σύνθ.: (ἀνα, ἀπο, ἐπι, μετα, περι, κατα, ὑπο, συ)[[στροφή]], [[στρόφιγξ]], [[στρόφιον]], [[στρόφος]] (=στριμμένο λουρί), [[εὔστροφος]], [[εὐστροφία]], [[οἰακοστρόφος]] (=[[πηδαλιοῦχος]]), [[στραβός]], [[στραβίζω]], [[στραβισμός]].
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[revolver]] como acción de la divinidad σὺ εἶ ὁ σείων, σὺ εἶ ὁ πάντα στρέψας καὶ ἐπανορθώσας πάλιν <b class="b3">tú eres el que agita, tú eres el que todo lo revuelve y de nuevo lo pone en pie</b> P XII 60 2 [[hacer girar]], [[dar vueltas a]] el eje del cosmos Ἄρκτε, Ἄρκτε, ... ἡ στρέφουσα τὸν ἄξονα καὶ κρατοῦσα τοῦ ὅλου συστήματος <b class="b3">Osa, Osa, tú que haces girar el eje y gobiernas sobre todo el sistema celeste</b> P VII 688 una piedra en la boca λαβὼν αὐτὸν ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου στρέφε, εἰς ὃ θέλεις <b class="b3">ponla bajo la lengua y dale vueltas hasta que quieras</b> P IV 1746 3 en v. med. [[darse la vuelta]] como gesto ritual ἐὰν ἴδῃς ἀσπίδα καὶ θέλῃς αὐτὴν στῆσαι, λέγε στρεφόμενος <b class="b3">si ves un áspid y quieres dejarlo quieto, date la vuelta y di</b> P XIII 249 λέγε ἐπὶ τριόδου καὶ στραφεὶς φεῦγε <b class="b3">dilo en una encrucijada y, dándote la vuelta, huye</b> P LXX 16
}}
}}