Anonymous

δύναμαι: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 63: Line 63:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του.<br><b>Παράγωγα:</b> [[δύναμις]], [[δυναμικός]], [[δυναμόω]] (=[[ἐνισχύω]]), [[δύνασις]], [[δυνατός]], [[ἀδύνατος]], [[ἀδυναμία]], [[δυνάστης]], [[δυναστεύω]], [[δυναστεία]], [[δυναστικός]].
|mantxt=Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του.<br><b>Παράγωγα:</b> [[δύναμις]], [[δυναμικός]], [[δυναμόω]] (=[[ἐνισχύω]]), [[δύνασις]], [[δυνατός]], [[ἀδύνατος]], [[ἀδυναμία]], [[δυνάστης]], [[δυναστεύω]], [[δυναστεία]], [[δυναστικός]].
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[tener poder]], [[ser poderoso]] ref. a divinidades y espíritus κλῦθί μοι, ὁ Χριστός, ... πολὺ δυνάμενος ἐν κόσμῳ <b class="b3">escúchame, Cristo, tú que tienes gran poder en el cosmos</b> P XIII 290 σὺ δυνάμενος, τὸ σῶμα ἀνέγειρε καὶ ὕπαγε εἰς τὴν δεῖνα <b class="b3">tú que tienes poder, levanta tu cuerpo y ve hacia fulana</b> P XIXb 14 2 [[tener poder mágico]] ἐπεκαλεσάμην σέ, ... ὅπως δῷς θείαν καὶ μεγίστην δύναμιν τούτῳ τῷ ξοάνῳ καὶ ποιήσῃς αὐτὸ δύνασθαι <b class="b3">te he invocado para que concedas una divina y suprema fuerza a esta imagen grabada y hagas que tenga poder</b> P XII 303
}}
}}