Anonymous

ἀναποδίζω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=κάνω κάποιον νά ὀπισθοδρομήσει, ὀπισθοδρομῶ). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + [[πούς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀναπόδισις]] (=ὀπισθοδρόμηση), [[ἀναποδισμός]] (=[[ἐπιστροφή]]), [[ἀναποδιστής]].
|mantxt=(=κάνω κάποιον νά ὀπισθοδρομήσει, ὀπισθοδρομῶ). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + [[πούς]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀναπόδισις]] (=ὀπισθοδρόμηση), [[ἀναποδισμός]] (=[[ἐπιστροφή]]), [[ἀναποδιστής]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[andar hacia atrás]] πεμπόμενος δὲ ἄβλαυτος ἴθι ἀναποδίσας <b class="b3">al marcharte camina descalzo andando hacia atrás</b> P I 37 μεθ' ἧς ἔχεις ἐσθῆτος βαπτισάμενος ἀναποδίζων ἄνελθε <b class="b3">después de sumergirte con la ropa que llevas sal caminando hacia atrás</b> P IV 44 ταῦτα εἰπὼν θῦσον καὶ ἀναστενάξας ἀναποδίζων κατάβηθι <b class="b3">después de decir esto haz la ofrenda y tras lanzar un grito baja caminando hacia atrás</b> P IV 2493 μέτρησον πεντήκοντα ἐννέα ἐπὶ τρὶς ἀναποδίζων <b class="b3">cuenta cincuenta y nueve pasos tres veces caminando hacia atrás</b> P XXXVI 273
}}
}}