3,270,341
edits
(CSV import) |
(CSV import) |
||
Line 57: | Line 57: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=σκάβω). Ἀπό ρίζα ορυ-. Θέμα ὀρυχ + jω → [[ὀρύσσω]] καί ἀττ. [[ὀρύττω]]. Γιά τά σύνθετα: γράφονται μέ ω ὅσα λήγουν σέ -ύχος καί μέ ο [[ὅταν]] λήγουν σέ ύκτης.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρυγμα]], [[διόρυγμα]], [[ὀρυκτέον]], [[ὀρυκτήρ]], [[ὀρύκτης]], [[ὀρυκτικός]], [[ὀρυκτός]], [[ὄρυξις]] (=σκάψιμο), [[ἀνόρυξις]], [[διόρυξις]], [[κατόρυξις]] (=θάψιμο μέσα στή [[γῆ]]), [[ὀρυχή]] ἤ [[ὀρυγή]], [[διορυχή]], [[διῶρυξ]] -υχος ἤ -υγος, [[τοιχωρύχος]], [[τοιχωρύχημα]], [[τυμβωρύχος]], [[φρεωρύχος]], [[κατῶρυξ]], [[τοιχορύκτης]], [[τυμβορύκτης]], ταφρορύκτης, [[νεκρορύκτης]]. | |mantxt=(=σκάβω). Ἀπό ρίζα ορυ-. Θέμα ὀρυχ + jω → [[ὀρύσσω]] καί ἀττ. [[ὀρύττω]]. Γιά τά σύνθετα: γράφονται μέ ω ὅσα λήγουν σέ -ύχος καί μέ ο [[ὅταν]] λήγουν σέ ύκτης.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρυγμα]], [[διόρυγμα]], [[ὀρυκτέον]], [[ὀρυκτήρ]], [[ὀρύκτης]], [[ὀρυκτικός]], [[ὀρυκτός]], [[ὄρυξις]] (=σκάψιμο), [[ἀνόρυξις]], [[διόρυξις]], [[κατόρυξις]] (=θάψιμο μέσα στή [[γῆ]]), [[ὀρυχή]] ἤ [[ὀρυγή]], [[διορυχή]], [[διῶρυξ]] -υχος ἤ -υγος, [[τοιχωρύχος]], [[τοιχωρύχημα]], [[τυμβωρύχος]], [[φρεωρύχος]], [[κατῶρυξ]], [[τοιχορύκτης]], [[τυμβορύκτης]], ταφρορύκτης, [[νεκρορύκτης]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=[[cavar]], [[hacer un hoyo]] para enterrar un papiro ἀπένεγκας αὐτὸ εἰς ἀώρου μνῆμα ὄρυξον ἐπὶ δʹ δακτύλους καὶ ἔνθες <b class="b3">llévalo (el papiro) a una tumba de un muerto prematuro, haz un hoyo de cuatro dedos y ponlo dentro</b> P V 333 | |||
}} | }} |