Anonymous

ὀρύσσω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 57: Line 57:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σκάβω). Ἀπό ρίζα ορυ-. Θέμα ὀρυχ + jω → [[ὀρύσσω]] καί ἀττ. [[ὀρύττω]]. Γιά τά σύνθετα: γράφονται μέ ω ὅσα λήγουν σέ -ύχος καί μέ ο [[ὅταν]] λήγουν σέ ύκτης.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρυγμα]], [[διόρυγμα]], [[ὀρυκτέον]], [[ὀρυκτήρ]], [[ὀρύκτης]], [[ὀρυκτικός]], [[ὀρυκτός]], [[ὄρυξις]] (=σκάψιμο), [[ἀνόρυξις]], [[διόρυξις]], [[κατόρυξις]] (=θάψιμο μέσα στή [[γῆ]]), [[ὀρυχή]] ἤ [[ὀρυγή]], [[διορυχή]], [[διῶρυξ]] -υχος ἤ -υγος, [[τοιχωρύχος]], [[τοιχωρύχημα]], [[τυμβωρύχος]], [[φρεωρύχος]], [[κατῶρυξ]], [[τοιχορύκτης]], [[τυμβορύκτης]], ταφρορύκτης, [[νεκρορύκτης]].
|mantxt=(=σκάβω). Ἀπό ρίζα ορυ-. Θέμα ὀρυχ + jω → [[ὀρύσσω]] καί ἀττ. [[ὀρύττω]]. Γιά τά σύνθετα: γράφονται μέ ω ὅσα λήγουν σέ -ύχος καί μέ ο [[ὅταν]] λήγουν σέ ύκτης.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὄρυγμα]], [[διόρυγμα]], [[ὀρυκτέον]], [[ὀρυκτήρ]], [[ὀρύκτης]], [[ὀρυκτικός]], [[ὀρυκτός]], [[ὄρυξις]] (=σκάψιμο), [[ἀνόρυξις]], [[διόρυξις]], [[κατόρυξις]] (=θάψιμο μέσα στή [[γῆ]]), [[ὀρυχή]] ἤ [[ὀρυγή]], [[διορυχή]], [[διῶρυξ]] -υχος ἤ -υγος, [[τοιχωρύχος]], [[τοιχωρύχημα]], [[τυμβωρύχος]], [[φρεωρύχος]], [[κατῶρυξ]], [[τοιχορύκτης]], [[τυμβορύκτης]], ταφρορύκτης, [[νεκρορύκτης]].
}}
{{elmes
|esmgtx=[[cavar]], [[hacer un hoyo]] para enterrar un papiro ἀπένεγκας αὐτὸ εἰς ἀώρου μνῆμα ὄρυξον ἐπὶ δʹ δακτύλους καὶ ἔνθες <b class="b3">llévalo (el papiro) a una tumba de un muerto prematuro, haz un hoyo de cuatro dedos y ponlo dentro</b> P V 333
}}
}}