3,274,216
edits
(14) |
(CSV import) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐαγγελικός]], -ή, -όν) [[ευαγγέλιο]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)<br /><b>2.</b> ο [[σύμφωνος]] με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική [[υπομονή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ευαγγελικός</i><br />αυτός που ανήκει στον [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική [[πηγή]] της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. <i>Ευαγγελιστής</i><br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Ευαγγελικά</i><br />η [[εξέγερση]] που έγινε στην Αθήνα το 1891 [[εναντίον]] της μεταφράσεως του Ευαγγελίου<br /><b>μσν.</b><br />(για όρκο) αυτός που δίνεται με το [[χέρι]] [[πάνω]] στο Ευαγγέλιο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή [[αγγελία]] («εὐαγγελικὴ [[χαρά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγγελικώς</i> και <i>ευαγγελικά</i> (ΑΜ εὐαγγελικῶς)<br />σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα [[πάει]] στον παράδεισο»). | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐαγγελικός]], -ή, -όν) [[ευαγγέλιο]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις»)<br /><b>2.</b> ο [[σύμφωνος]] με τα διδάγματα του Ευαγγελίου («ευαγγελική [[υπομονή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο Ευαγγελικός</i><br />αυτός που ανήκει στον [[κλάδο]] του δόγματος τών Διαμαρτυρομένων, του οποίου οι οπαδοί παραδέχονται το Ευαγγέλιο ως την αποκλειστική [[πηγή]] της χριστιανικής θρησκείας, αλλ. <i>Ευαγγελιστής</i><br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Ευαγγελικά</i><br />η [[εξέγερση]] που έγινε στην Αθήνα το 1891 [[εναντίον]] της μεταφράσεως του Ευαγγελίου<br /><b>μσν.</b><br />(για όρκο) αυτός που δίνεται με το [[χέρι]] [[πάνω]] στο Ευαγγέλιο<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε καλή [[αγγελία]] («εὐαγγελικὴ [[χαρά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαγγελικώς</i> και <i>ευαγγελικά</i> (ΑΜ εὐαγγελικῶς)<br />σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου («όποιος ζει ευαγγελικά θα [[πάει]] στον παράδεισο»). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[evangélico]], [[del Evangelio]] ref. a la oración del Padrenuestro ὅπως ὑγιάνω κ(αὶ) μελλήσω εἰπεῖν τὴν εὐαγγελικὴν εὐχήν <b class="b3">para que me encuentre sano y diga la oración evangélica</b> C 9 14 | |||
}} | }} |