Anonymous

τύμβος: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=τούμπα, [[τάφος]]). Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρῆμα]] [[τύφω]] (=[[καπνίζω]]), γιατί ὁ [[τύμβος]] ἦταν τό [[μέρος]], ὅπου κάηκε ὁ [[νεκρός]]. Ἀλλά [[ἐπειδή]] [[τύμβος]] σημαίνει [[λόφος]], [[ὕψωμα]], [[ἴσως]] μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τή ρίζα τυ- ([[τύλη]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυμβάς]] (=[[μάγισσα]]), [[τυμβεύω]], [[τύμβευμα]], [[τυμβήρης]], [[τύμβιος]], [[τυμβογέρων]], [[τυμβωρύχος]].
|mantxt=(=τούμπα, [[τάφος]]). Ἴσως [[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρῆμα]] [[τύφω]] (=[[καπνίζω]]), γιατί ὁ [[τύμβος]] ἦταν τό [[μέρος]], ὅπου κάηκε ὁ [[νεκρός]]. Ἀλλά [[ἐπειδή]] [[τύμβος]] σημαίνει [[λόφος]], [[ὕψωμα]], [[ἴσως]] μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τή ρίζα τυ- ([[τύλη]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τυμβάς]] (=[[μάγισσα]]), [[τυμβεύω]], [[τύμβευμα]], [[τυμβήρης]], [[τύμβιος]], [[τυμβογέρων]], [[τυμβωρύχος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[tumba]] P III 285 (fr. lac.)
}}
}}