Anonymous

σκύλλω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 51: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=σπαράζω, ξεσχίζω, μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[σκῦλον]] (=[[λάφυρο]]), [[σκυλμός]] (=ξέσχισμα), [[σκύλμα]] (=μαδημένα μαλλιά), [[κοσκυλμάτια]] (=ἄχρηστα ἀποκόμματα δερμάτων), [[Σκύλλα]], [[σκύλαξ]].
|mantxt=(=σπαράζω, ξεσχίζω, μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[σκῦλον]] (=[[λάφυρο]]), [[σκυλμός]] (=ξέσχισμα), [[σκύλμα]] (=μαδημένα μαλλιά), [[κοσκυλμάτια]] (=ἄχρηστα ἀποκόμματα δερμάτων), [[Σκύλλα]], [[σκύλαξ]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=importuner, ennuyer
}}
}}