Anonymous

ὑστερέω: Difference between revisions

From LSJ
CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=καθυστερῶ, εἶμαι [[κατώτερος]]). Ἀπό τό [[ὕστερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὑστεραῖος]], [[ὑστέρημα]], [[ὑστέρησις]], καθυστέρησις, ὑστερητικός, [[ὑστερίζω]], [[ὑστέρα]] (=[[μήτρα]]), [[ὑστερικός]], ὑστέρως, ὑστεροβουλῶ.
|mantxt=-ῶ (=καθυστερῶ, εἶμαι [[κατώτερος]]). Ἀπό τό [[ὕστερος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ὑστεραῖος]], [[ὑστέρημα]], [[ὑστέρησις]], καθυστέρησις, ὑστερητικός, [[ὑστερίζω]], [[ὑστέρα]] (=[[μήτρα]]), [[ὑστερικός]], ὑστέρως, ὑστεροβουλῶ.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=manquer, se trouver dans le besoin
}}
}}