3,270,629
edits
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4") |
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia DE==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpde |wkdetx=$3 }}$4") |
||
Line 40: | Line 40: | ||
It is not to be confused with, among other things, an alpha copulative (e.g. a-delphi) or the prepositional component an- (i.e. the preposition ana with ekthlipsis or elision of its final vowel before a following vowel; e.g. an-ode). | It is not to be confused with, among other things, an alpha copulative (e.g. a-delphi) or the prepositional component an- (i.e. the preposition ana with ekthlipsis or elision of its final vowel before a following vowel; e.g. an-ode). | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpde | ||
Als Alpha privativum (lateinisch, „beraubendes Alpha“) bezeichnet man in der Wortbildungslehre der griechischen Sprache das Präfix ἀ- a-, welches die Abwesenheit, Umkehrung oder Wirkungslosigkeit des Bezeichneten ausdrückt oder das zugrundeliegende Wort verneint (dann als „Negationspräfix“ auch alpha negativum genannt). Im Deutschen übernehmen diese Funktion oft das Präfix „un-“ bzw. die Suffixe „-los“ oder „-leer“, auch die Worte „nicht“ oder „ohne“. Beginnt das Wort mit einem Vokal, lautet das Präfix meist ἀν- an-. Im Deutschen erscheint das Alpha privativum in Lehnwörtern wie Apathie oder anomal sowie in Neubildungen wie asozial. Funktional und lautgeschichtlich ist es identisch mit lateinisch in- (z. B. inaktiv), deutsch un- (z. B. untätig) und Sanskrit अ- a- bzw. अन्- an-, die alle auf ein gleichbedeutendes indogermanisches Präfix *n̥- zurückgeführt werden. | |wkdetx=Als Alpha privativum (lateinisch, „beraubendes Alpha“) bezeichnet man in der Wortbildungslehre der griechischen Sprache das Präfix ἀ- a-, welches die Abwesenheit, Umkehrung oder Wirkungslosigkeit des Bezeichneten ausdrückt oder das zugrundeliegende Wort verneint (dann als „Negationspräfix“ auch alpha negativum genannt). Im Deutschen übernehmen diese Funktion oft das Präfix „un-“ bzw. die Suffixe „-los“ oder „-leer“, auch die Worte „nicht“ oder „ohne“. Beginnt das Wort mit einem Vokal, lautet das Präfix meist ἀν- an-. Im Deutschen erscheint das Alpha privativum in Lehnwörtern wie Apathie oder anomal sowie in Neubildungen wie asozial. Funktional und lautgeschichtlich ist es identisch mit lateinisch in- (z. B. inaktiv), deutsch un- (z. B. untätig) und Sanskrit अ- a- bzw. अन्- an-, die alle auf ein gleichbedeutendes indogermanisches Präfix *n̥- zurückgeführt werden. | ||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=([[άλφα]])<br />το πρώτο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως [[πρόθεμα]] <br /><b>1.</b> στερητικό<br />δηλώνει [[έλλειψη]], [[στέρηση]] και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό. Εμφανίζεται με τις [[εξής]] μορφές: <i>α</i>- / <i>ἀ</i>- <b>αρχ.-νεοελλ.</b> προ συμφώνου, π.χ. <i>ά</i>-<i>γνωστος</i>, <i>ά</i>-<i>κακος</i>, <i>ά</i>-<i>τιμος</i> κ.ά., και <i>αν</i>- <i>ἀν</i>- <b>αρχ.-νεοελλ.</b> προ φωνήεντος, π.χ. <i>αν</i>-[[ελεήμων]], <i>αν</i>-[[ελεύθερος]], <i>αν</i>-[[ομβρία]], <i>άν</i>-<i>υδρος</i> κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολλές φορές το <i>α</i>- στερητ. χρησιμοποιείται πλεοναστικά [[πριν]] από το στερητικό [[πρόθημα]] <i>ξε</i>-, για να επιτείνει τη [[σημασία]] της αρνήσεως, π.χ. <i>α</i>-[[ξεδιάντροπος]], <i>α</i>-[[ξεσκέπαστος]], <i>α</i>-[[ξέστρωτος]] κ.ά. Ως <i>α</i>- στερητ. θεωρήθηκε και το αρκτικό <i>α</i>- ρηματικών επιθέτων ύστερα από αναβιβασμό του τόνου, π.χ. [[αραδιάζω]] > [[αραδιαστός]] (= ο τοποθετημένος στη [[σειρά]]) > <i>αράδιαστος</i> (= ο μη τοποθετημένος στη [[σειρά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το <i>α</i>- ή <i>αν</i>- στερητ. προήλθε από IE <i>n</i>- που εμφανίζει συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] και αντιστοιχεί στο σανσκρ. <i>α</i>(<i>n</i>)-, π.χ. <i>an</i>-<i>udr</i>-<i>ά</i>- (= [[άνυδρος]]), <i>a</i>-<i>jnata</i>- (= [[άγνωστος]]), στο λατ. <i>in</i>-, π.χ. <i>in</i>-<i>ops</i> (= [[ενδεής]]), στο γερμ. <i>un</i>-, π.χ. <i>un</i>-<i>klar</i> (= [[ασαφής]]), στο αγγλ. <i>un</i>-, π.χ. <i>un</i>-<i>able</i> (= [[αδύνατος]], [[ακατόρθωτος]]) κ.ά. Η [[πλήρης]] [[βαθμίδα]] του ΙΕ <i>nĕ</i>- εμφανίζεται στο ελλ. <i>νέ</i>-<i>ποδες</i> (= άποδες), στα στερητ. <i>νη</i>-, <i>νω</i>- (<i>νή</i>-<i>νεμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νεανεμος</i>, <i>νω</i>-<i>δός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>-<i>οδος</i>), στα λατ. <i>ne</i>-<i>fas</i> (= ανόσιο), <i>ne</i>-<i>scio</i> (= [[αγνοώ]]) κ.ά. Συχνά εμφανίζεται σε αρχαίες λέξεις <i>α</i>- στερητ. [[αντί]] <i>αν</i>- προ φωνήεντος, όταν έχει [[προηγουμένως]] σιγηθεί <i>σ</i> ή <i>F</i> [[μεταξύ]] του στερητικού και του β' συνθετικού, π.χ. [[άισος]] ([[αλλά]] και [[άνισος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ά</i>-<i>Fıσoς</i>, [[αεργός]] (και συνηρ. [[αργός]]) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fεργός</i>, [[άοπλος]] (και [[άνοπλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>όπλον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έπω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σέπω</i> (= [[φροντίζω]]), [[άυπνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>hυπνος</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ<i>sup</i>-<i>no</i>-<i>s</i>. Έτσι το <i>α</i>- [[αντί]] <i>αν</i>- επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις, π.χ. <i>ά</i>-<i>οσμος</i>, <i>ά</i>-<i>ορνος</i>, <i>ά</i>-<i>οκνος</i>]. <i>ανα</i>- και <i>ανε</i>- [[κυρίως]] νεοελληνικό, ήδη μτγν. (<i>ανά</i>-<i>γνωστος</i> = [[άγνωστος]]) και μσν. [[αντί]] απλού <i>α</i>- στερητ., π.χ. <i>ανά</i>-<i>βαθος</i>, <i>ανα</i>-<i>βροχιά</i>, <i>ανά</i>-<i>μελος</i> και <i>ανέ</i>-<i>μελος</i>, <i>ανε</i>-[[πρόκοπος]] κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Οι τύποι <i>ανα</i>-, <i>ανε</i>- δημιουργήθηκαν αναλογικά από λέξεις, που είχαν στερητικό <i>αν</i>- και αρκτικό [[φωνήεν]] θέματος <i>α</i>- ή <i>ε</i>-, π.χ. <i>αν</i>-<i>άλατος</i>, <i>αν</i>-<i>εφάρμοστος</i>, <i>αν</i>-[[άξιος]], <i>αν</i>-<i>άρμοστος</i>, <i>αν</i>-<i>εξήγητος</i> κ.ά.].<br /><b>αρχ.</b><br />το στερητικό <i>ἀνα</i>- (πρβλ. ομηρ. <i>ἀνά</i>-<i>εδνος</i>, <i>ἀνά</i>-<i>Fελπος</i> στον Ησύχιο <b>κ.ά.</b>).[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Θεωρείται ως [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[αντί]] του <i>α</i>-, ίσως από [[επίδραση]] της προθέσεως <i>ανά</i> ή ως [[αναδιπλασιασμός]] (<i>αν</i>-<i>α</i>-) του στερητ. <i>α</i>- (πρβλ. και πρακριτ. στερητ. <i>ana</i>-)].<br /><b>2.</b> αθροιστικό<br /><b>αρχ.</b><br />δηλώνει [[συγκέντρωση]], [[συνένωση]], [[συμμετοχή]], [[ισότητα]] και εμφανίζεται ως <i>ἁ</i>- ή <i>ἁ</i>-, π.χ. <i>ἁθρόος</i>, <i>ἅ</i>-<i>παξ</i>, <i>ἅ</i>-<i>πας</i>, <i>ἁ</i>-<i>πλοῦς</i>, [[αλλά]] [[ἀδελφός]], <i>ἀ</i>-<i>κόλουθος</i>, <i>ἄ</i>-<i>λοχος</i>, <i>ἀ</i>-<i>τάλαντος</i> κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[αρχικός]] [[τύπος]] ήταν <i>ἁ</i>- και προήλθε από IE <i>sm</i>-, με [[τροπή]] του <i>m</i> σε <i>α</i> και του <i>s</i> σε δασύ [[πνεύμα]]. To IE <i>sm</i> αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] που εμφανίζεται στο σανσκρ. <i>sa</i>-, π.χ. <i>sa</i>-<i>n</i><i>ā</i><i>man</i> (= [[συνώνυμος]]), στο λατ. <i>sem</i>- > <i>sim</i>-, π.χ. <i>sem</i>-<i>el</i> (= [[άπαξ]]), <i>sim</i>-<i>plex</i> (= [[απλός]]) κ.ά. Η [[πλήρης]] ΙΕ [[βαθμίδα]] <i>sem</i>- βρίσκεται στο ελλ. <i>εἷς</i> <b>βλ. λ.</b>. Ο [[τύπος]] <i>ἁ</i>- προήλθε αρχικά από [[ανομοίωση]] σε λέξεις που είχαν δασύ [[σύμφωνο]] ([[ἀδελφός]], [[ἄλοχος]]) ή από [[ψίλωση]] ιωνικών τύπων ([[Ἀπατούρια]]) και με [[επέκταση]] σε πολλές άλλες λέξεις].<br /><b>3.</b> επιτατικό<br /><b>αρχ.</b><br />επιτείνει την [[έννοια]] του β' συνθετικού, π.χ. <i>ἄ</i>-<i>βιος</i> (= πολύ [[πλούσιος]]), <i>ἄ</i>-<i>ξυλος</i> (= [[γεμάτος]] δέντρα), <i>ἀ</i>-<i>τενής</i> (= πολύ [[τεντωμένος]]), <i>ἀ</i>-<i>χανής</i> (= αυτός που έχει ορθάνοιχτο [[στόμα]], που χάσκει) κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[έννοια]] της επιτάσεως του <i>ἀ</i> δημιουργήθηκε από την [[εξέλιξη]] της σημασίας του <i>ἀ</i>- αθροιστ. που κατέληξε να σημαίνει «τον εφοδιασμένο με [[κάτι]]» και κατ' [[επέκταση]] «αυτόν που έχει [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]]»].<br /><b>4.</b> προθετικό ή προθεματικό<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> καθαρώς φωνολογικό [[στοιχείο]] που δεν προσθέτει καμία ιδιαίτερη [[έννοια]] ή [[απόχρωση]] στη [[σημασία]] του β' συνθετικού, π.χ. <b>νεοελλ.</b> [[αβδέλλα]], <i>α</i>-[[μασχάλη]], <i>α</i>-[[ράθυμος]], [[αδράχνω]] κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Προήλθε από [[συνεκφορά]] με προηγούμενες λέξεις που τελείωναν σε -α, όπως: μια, τα, ένα, για, να, θα κ.ά., π.χ. μια [[βδέλλα]] > μι' [[αβδέλλα]]-[[αβδέλλα]]]. <b>αρχ.</b> ἀ-[[βληχρός]], ἀ-λείφω, ἀ-λίνω, [[ἀμέλγω]] κ.ά. [προθεματικό [[φωνήεν]] ἀ-, παράλληλα με τα προθεματικά φωνήεντα ἐ-, ὀ- (ἐ-ρυθρός, ὀ-ρύσσω), εμφανίζεται σπανιότερα σε λέξεις που αρχίζουν [[κυρίως]] από ρ, λ, μ, ν και F].<br /><b>5.</b> αρκτικό [[αντί]] άλλου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν επιφέρει [[μεταβολή]] στη [[σημασία]] τών λέξεων και προέρχεται [[κυρίως]] από [[συνεκφορά]], [[κατά]] την οποία υπερισχύει το τελικό α- τών προηγούμενων λέξεων (μια, τα, θα, να <b>κ.ά.</b>), π.χ. ([[αντί]] ε-) [[αλαφρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ελαφρός]], [[άντερο]] <span style="color: red;"><</span> [[έντερο]], [[άξαφνα]] <span style="color: red;"><</span> [[έξαφνα]], [[εξαίφνης]] κ.ά. ([[αντί]] ι-, η-, υ-) [[απόχη]] <span style="color: red;"><</span> μσν. ὑπόχη, [[ατσίδα]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. αιτ. ἰκτίδα, [[αχός]] <span style="color: red;"><</span> ηχώ κ.ά. ([[αντί]] ο-, ω-) [[αβγό]] <b>βλ. λ.</b> <span style="color: red;"><</span> ὠόν, [[αφαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] κ.ά. Πολλά από τα παραδείγματα που έχουν στη β' [[συλλαβή]] α [[είναι]] δυνατόν να θεωρηθούν και ως προϊόντα προληπτικής αφομοιώσεως, π.χ. [[αργαλειός]] <span style="color: red;"><</span> [[εργαλείο]], [[αργαστήρι]] <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρι]], [[απάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επάνω]], [[αντάμα]] <span style="color: red;"><</span> φρ. ἐν τῷ ἅμα κ.ά. Το α ως [[κατάληξη]] -α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάληξη]] μεγεθυντική θηλυκών ουσ. αρχικά από ουδ. σε -ι, π.χ. το [[γυαλί]] - η [[γυάλα]], το [[πανί]] - η [[πάνα]], το [[σπαθί]] - η [[σπάθα]], το [[σταμνί]] - η [[στάμνα]] κ.ά. και τελικά από [[κάθε]] ουδ. ουσ., π.χ. το [[άλογο]] - η [[αλόγα]], το κόκκαλο - η κοκκάλα, το [[πουκάμισο]] - η [[πουκαμίσα]] κ.ά. Η παραγωγική [[κατάληξη]] προέκυψε από τη σημασιολογική [[σχέση]] τών τύπων: η [[γάστρα]] (αρχ. [[γάστρα]])<br />το [[γαστρί]] (αρχ. [[γαστρίον]]), η [[δάδα]] (αρχ. δᾴς)<br />το [[δαδί]] (αρχ. δαδίον), η [[μάντρα]] - το [[μαντρί]], η [[σούβλα]] - το [[σουβλί]] κ.ά. Τα ουδ. ([[δαδί]], [[μαντρί]] <b>κ.λπ.</b>) θεωρήθηκαν ως υποκοριστικά παράγωγα των θηλυκών ([[δάδα]], [[μάντρα]] <b>κ.λπ.</b>) που συγκριτικά έδιναν την [[εντύπωση]] μεγεθυντικών<br />[[έτσι]] σχηματίστηκαν μεγεθυντικά θηλ. σε -α από άλλα ουδ. σε -ι. -α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάληξη]] θηλυκών ουσ., [[συνήθως]] αφηρημένων, που παράγονται από ρήματα, π.χ. [[ανάσα]] ([[ανασαίνω]]), [[άχνα]] ([[αχνίζω]]), [[βρόμα]] ([[βρομώ]]), [[κάπνα]] ([[καπνίζω]]), [[κάψα]] ([[καψώνω]]), [[σπίθα]] ([[σπιθίζω]]) κ.ά. Η [[κατάληξη]] δημιουργήθηκε σύμφωνα με τους αρχαίους υποχωρητικούς σχηματισμούς: [[δίψα]] από το [[διψώ]], [[πείνα]] από το [[πεινώ]], [[λύσσα]] από το [[λυσσώ]] κ.ά. -α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάληξη]] θηλυκών αφηρημένων ουσ. από επίθετα, π.χ. [[αλμυρός]] -[[αλμύρα]], [[γλυκός]] - [[γλύκα]], [[ζεστός]] - [[ζέστα]], [[νεκρός]] - [[νέκρα]], [[πικρός]] - [[πίκρα]], [[τρελός]] -[[τρέλα]] κ.ά. Η [[κατάληξη]], [[κατά]] τον Κόντο, από το θηλ. του επιθέτου ([[τυφλός]] - [[τυφλή]] - [[τύφλα]]). Κατά τον Χατζιδάκι, από ρήματα που [[είναι]] παράγωγα επιθέτων αρχικά σε -ρός [[κατά]] το αρχαίο [[σχήμα]]: [[εχθρός]] - [[εχθαίρω]] - [[έχθρα]], [[ψυχρός]] - [[ψυχραίνω]] - [[ψύχρα]] κ.ά. | |mltxt=([[άλφα]])<br />το πρώτο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως [[πρόθεμα]] <br /><b>1.</b> στερητικό<br />δηλώνει [[έλλειψη]], [[στέρηση]] και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό. Εμφανίζεται με τις [[εξής]] μορφές: <i>α</i>- / <i>ἀ</i>- <b>αρχ.-νεοελλ.</b> προ συμφώνου, π.χ. <i>ά</i>-<i>γνωστος</i>, <i>ά</i>-<i>κακος</i>, <i>ά</i>-<i>τιμος</i> κ.ά., και <i>αν</i>- <i>ἀν</i>- <b>αρχ.-νεοελλ.</b> προ φωνήεντος, π.χ. <i>αν</i>-[[ελεήμων]], <i>αν</i>-[[ελεύθερος]], <i>αν</i>-[[ομβρία]], <i>άν</i>-<i>υδρος</i> κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολλές φορές το <i>α</i>- στερητ. χρησιμοποιείται πλεοναστικά [[πριν]] από το στερητικό [[πρόθημα]] <i>ξε</i>-, για να επιτείνει τη [[σημασία]] της αρνήσεως, π.χ. <i>α</i>-[[ξεδιάντροπος]], <i>α</i>-[[ξεσκέπαστος]], <i>α</i>-[[ξέστρωτος]] κ.ά. Ως <i>α</i>- στερητ. θεωρήθηκε και το αρκτικό <i>α</i>- ρηματικών επιθέτων ύστερα από αναβιβασμό του τόνου, π.χ. [[αραδιάζω]] > [[αραδιαστός]] (= ο τοποθετημένος στη [[σειρά]]) > <i>αράδιαστος</i> (= ο μη τοποθετημένος στη [[σειρά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το <i>α</i>- ή <i>αν</i>- στερητ. προήλθε από IE <i>n</i>- που εμφανίζει συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] και αντιστοιχεί στο σανσκρ. <i>α</i>(<i>n</i>)-, π.χ. <i>an</i>-<i>udr</i>-<i>ά</i>- (= [[άνυδρος]]), <i>a</i>-<i>jnata</i>- (= [[άγνωστος]]), στο λατ. <i>in</i>-, π.χ. <i>in</i>-<i>ops</i> (= [[ενδεής]]), στο γερμ. <i>un</i>-, π.χ. <i>un</i>-<i>klar</i> (= [[ασαφής]]), στο αγγλ. <i>un</i>-, π.χ. <i>un</i>-<i>able</i> (= [[αδύνατος]], [[ακατόρθωτος]]) κ.ά. Η [[πλήρης]] [[βαθμίδα]] του ΙΕ <i>nĕ</i>- εμφανίζεται στο ελλ. <i>νέ</i>-<i>ποδες</i> (= άποδες), στα στερητ. <i>νη</i>-, <i>νω</i>- (<i>νή</i>-<i>νεμος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νεανεμος</i>, <i>νω</i>-<i>δός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>-<i>οδος</i>), στα λατ. <i>ne</i>-<i>fas</i> (= ανόσιο), <i>ne</i>-<i>scio</i> (= [[αγνοώ]]) κ.ά. Συχνά εμφανίζεται σε αρχαίες λέξεις <i>α</i>- στερητ. [[αντί]] <i>αν</i>- προ φωνήεντος, όταν έχει [[προηγουμένως]] σιγηθεί <i>σ</i> ή <i>F</i> [[μεταξύ]] του στερητικού και του β' συνθετικού, π.χ. [[άισος]] ([[αλλά]] και [[άνισος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ά</i>-<i>Fıσoς</i>, [[αεργός]] (και συνηρ. [[αργός]]) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>Fεργός</i>, [[άοπλος]] (και [[άνοπλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>όπλον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έπω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σέπω</i> (= [[φροντίζω]]), [[άυπνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>hυπνος</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ<i>sup</i>-<i>no</i>-<i>s</i>. Έτσι το <i>α</i>- [[αντί]] <i>αν</i>- επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες λέξεις, π.χ. <i>ά</i>-<i>οσμος</i>, <i>ά</i>-<i>ορνος</i>, <i>ά</i>-<i>οκνος</i>]. <i>ανα</i>- και <i>ανε</i>- [[κυρίως]] νεοελληνικό, ήδη μτγν. (<i>ανά</i>-<i>γνωστος</i> = [[άγνωστος]]) και μσν. [[αντί]] απλού <i>α</i>- στερητ., π.χ. <i>ανά</i>-<i>βαθος</i>, <i>ανα</i>-<i>βροχιά</i>, <i>ανά</i>-<i>μελος</i> και <i>ανέ</i>-<i>μελος</i>, <i>ανε</i>-[[πρόκοπος]] κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Οι τύποι <i>ανα</i>-, <i>ανε</i>- δημιουργήθηκαν αναλογικά από λέξεις, που είχαν στερητικό <i>αν</i>- και αρκτικό [[φωνήεν]] θέματος <i>α</i>- ή <i>ε</i>-, π.χ. <i>αν</i>-<i>άλατος</i>, <i>αν</i>-<i>εφάρμοστος</i>, <i>αν</i>-[[άξιος]], <i>αν</i>-<i>άρμοστος</i>, <i>αν</i>-<i>εξήγητος</i> κ.ά.].<br /><b>αρχ.</b><br />το στερητικό <i>ἀνα</i>- (πρβλ. ομηρ. <i>ἀνά</i>-<i>εδνος</i>, <i>ἀνά</i>-<i>Fελπος</i> στον Ησύχιο <b>κ.ά.</b>).[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Θεωρείται ως [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[αντί]] του <i>α</i>-, ίσως από [[επίδραση]] της προθέσεως <i>ανά</i> ή ως [[αναδιπλασιασμός]] (<i>αν</i>-<i>α</i>-) του στερητ. <i>α</i>- (πρβλ. και πρακριτ. στερητ. <i>ana</i>-)].<br /><b>2.</b> αθροιστικό<br /><b>αρχ.</b><br />δηλώνει [[συγκέντρωση]], [[συνένωση]], [[συμμετοχή]], [[ισότητα]] και εμφανίζεται ως <i>ἁ</i>- ή <i>ἁ</i>-, π.χ. <i>ἁθρόος</i>, <i>ἅ</i>-<i>παξ</i>, <i>ἅ</i>-<i>πας</i>, <i>ἁ</i>-<i>πλοῦς</i>, [[αλλά]] [[ἀδελφός]], <i>ἀ</i>-<i>κόλουθος</i>, <i>ἄ</i>-<i>λοχος</i>, <i>ἀ</i>-<i>τάλαντος</i> κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[αρχικός]] [[τύπος]] ήταν <i>ἁ</i>- και προήλθε από IE <i>sm</i>-, με [[τροπή]] του <i>m</i> σε <i>α</i> και του <i>s</i> σε δασύ [[πνεύμα]]. To IE <i>sm</i> αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] που εμφανίζεται στο σανσκρ. <i>sa</i>-, π.χ. <i>sa</i>-<i>n</i><i>ā</i><i>man</i> (= [[συνώνυμος]]), στο λατ. <i>sem</i>- > <i>sim</i>-, π.χ. <i>sem</i>-<i>el</i> (= [[άπαξ]]), <i>sim</i>-<i>plex</i> (= [[απλός]]) κ.ά. Η [[πλήρης]] ΙΕ [[βαθμίδα]] <i>sem</i>- βρίσκεται στο ελλ. <i>εἷς</i> <b>βλ. λ.</b>. Ο [[τύπος]] <i>ἁ</i>- προήλθε αρχικά από [[ανομοίωση]] σε λέξεις που είχαν δασύ [[σύμφωνο]] ([[ἀδελφός]], [[ἄλοχος]]) ή από [[ψίλωση]] ιωνικών τύπων ([[Ἀπατούρια]]) και με [[επέκταση]] σε πολλές άλλες λέξεις].<br /><b>3.</b> επιτατικό<br /><b>αρχ.</b><br />επιτείνει την [[έννοια]] του β' συνθετικού, π.χ. <i>ἄ</i>-<i>βιος</i> (= πολύ [[πλούσιος]]), <i>ἄ</i>-<i>ξυλος</i> (= [[γεμάτος]] δέντρα), <i>ἀ</i>-<i>τενής</i> (= πολύ [[τεντωμένος]]), <i>ἀ</i>-<i>χανής</i> (= αυτός που έχει ορθάνοιχτο [[στόμα]], που χάσκει) κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[έννοια]] της επιτάσεως του <i>ἀ</i> δημιουργήθηκε από την [[εξέλιξη]] της σημασίας του <i>ἀ</i>- αθροιστ. που κατέληξε να σημαίνει «τον εφοδιασμένο με [[κάτι]]» και κατ' [[επέκταση]] «αυτόν που έχει [[κάτι]] σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]]»].<br /><b>4.</b> προθετικό ή προθεματικό<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> καθαρώς φωνολογικό [[στοιχείο]] που δεν προσθέτει καμία ιδιαίτερη [[έννοια]] ή [[απόχρωση]] στη [[σημασία]] του β' συνθετικού, π.χ. <b>νεοελλ.</b> [[αβδέλλα]], <i>α</i>-[[μασχάλη]], <i>α</i>-[[ράθυμος]], [[αδράχνω]] κ.ά.[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Προήλθε από [[συνεκφορά]] με προηγούμενες λέξεις που τελείωναν σε -α, όπως: μια, τα, ένα, για, να, θα κ.ά., π.χ. μια [[βδέλλα]] > μι' [[αβδέλλα]]-[[αβδέλλα]]]. <b>αρχ.</b> ἀ-[[βληχρός]], ἀ-λείφω, ἀ-λίνω, [[ἀμέλγω]] κ.ά. [προθεματικό [[φωνήεν]] ἀ-, παράλληλα με τα προθεματικά φωνήεντα ἐ-, ὀ- (ἐ-ρυθρός, ὀ-ρύσσω), εμφανίζεται σπανιότερα σε λέξεις που αρχίζουν [[κυρίως]] από ρ, λ, μ, ν και F].<br /><b>5.</b> αρκτικό [[αντί]] άλλου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br />δεν επιφέρει [[μεταβολή]] στη [[σημασία]] τών λέξεων και προέρχεται [[κυρίως]] από [[συνεκφορά]], [[κατά]] την οποία υπερισχύει το τελικό α- τών προηγούμενων λέξεων (μια, τα, θα, να <b>κ.ά.</b>), π.χ. ([[αντί]] ε-) [[αλαφρός]] <span style="color: red;"><</span> [[ελαφρός]], [[άντερο]] <span style="color: red;"><</span> [[έντερο]], [[άξαφνα]] <span style="color: red;"><</span> [[έξαφνα]], [[εξαίφνης]] κ.ά. ([[αντί]] ι-, η-, υ-) [[απόχη]] <span style="color: red;"><</span> μσν. ὑπόχη, [[ατσίδα]] <span style="color: red;"><</span> αρχ. αιτ. ἰκτίδα, [[αχός]] <span style="color: red;"><</span> ηχώ κ.ά. ([[αντί]] ο-, ω-) [[αβγό]] <b>βλ. λ.</b> <span style="color: red;"><</span> ὠόν, [[αφαλός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] κ.ά. Πολλά από τα παραδείγματα που έχουν στη β' [[συλλαβή]] α [[είναι]] δυνατόν να θεωρηθούν και ως προϊόντα προληπτικής αφομοιώσεως, π.χ. [[αργαλειός]] <span style="color: red;"><</span> [[εργαλείο]], [[αργαστήρι]] <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρι]], [[απάνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επάνω]], [[αντάμα]] <span style="color: red;"><</span> φρ. ἐν τῷ ἅμα κ.ά. Το α ως [[κατάληξη]] -α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάληξη]] μεγεθυντική θηλυκών ουσ. αρχικά από ουδ. σε -ι, π.χ. το [[γυαλί]] - η [[γυάλα]], το [[πανί]] - η [[πάνα]], το [[σπαθί]] - η [[σπάθα]], το [[σταμνί]] - η [[στάμνα]] κ.ά. και τελικά από [[κάθε]] ουδ. ουσ., π.χ. το [[άλογο]] - η [[αλόγα]], το κόκκαλο - η κοκκάλα, το [[πουκάμισο]] - η [[πουκαμίσα]] κ.ά. Η παραγωγική [[κατάληξη]] προέκυψε από τη σημασιολογική [[σχέση]] τών τύπων: η [[γάστρα]] (αρχ. [[γάστρα]])<br />το [[γαστρί]] (αρχ. [[γαστρίον]]), η [[δάδα]] (αρχ. δᾴς)<br />το [[δαδί]] (αρχ. δαδίον), η [[μάντρα]] - το [[μαντρί]], η [[σούβλα]] - το [[σουβλί]] κ.ά. Τα ουδ. ([[δαδί]], [[μαντρί]] <b>κ.λπ.</b>) θεωρήθηκαν ως υποκοριστικά παράγωγα των θηλυκών ([[δάδα]], [[μάντρα]] <b>κ.λπ.</b>) που συγκριτικά έδιναν την [[εντύπωση]] μεγεθυντικών<br />[[έτσι]] σχηματίστηκαν μεγεθυντικά θηλ. σε -α από άλλα ουδ. σε -ι. -α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάληξη]] θηλυκών ουσ., [[συνήθως]] αφηρημένων, που παράγονται από ρήματα, π.χ. [[ανάσα]] ([[ανασαίνω]]), [[άχνα]] ([[αχνίζω]]), [[βρόμα]] ([[βρομώ]]), [[κάπνα]] ([[καπνίζω]]), [[κάψα]] ([[καψώνω]]), [[σπίθα]] ([[σπιθίζω]]) κ.ά. Η [[κατάληξη]] δημιουργήθηκε σύμφωνα με τους αρχαίους υποχωρητικούς σχηματισμούς: [[δίψα]] από το [[διψώ]], [[πείνα]] από το [[πεινώ]], [[λύσσα]] από το [[λυσσώ]] κ.ά. -α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάληξη]] θηλυκών αφηρημένων ουσ. από επίθετα, π.χ. [[αλμυρός]] -[[αλμύρα]], [[γλυκός]] - [[γλύκα]], [[ζεστός]] - [[ζέστα]], [[νεκρός]] - [[νέκρα]], [[πικρός]] - [[πίκρα]], [[τρελός]] -[[τρέλα]] κ.ά. Η [[κατάληξη]], [[κατά]] τον Κόντο, από το θηλ. του επιθέτου ([[τυφλός]] - [[τυφλή]] - [[τύφλα]]). Κατά τον Χατζιδάκι, από ρήματα που [[είναι]] παράγωγα επιθέτων αρχικά σε -ρός [[κατά]] το αρχαίο [[σχήμα]]: [[εχθρός]] - [[εχθαίρω]] - [[έχθρα]], [[ψυχρός]] - [[ψυχραίνω]] - [[ψύχρα]] κ.ά. |