Anonymous

ἀτρακτυλίς: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*$)" to "{{wkpen |wketx=$3 }}")
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀτρακτυλλίς Arist.<i>HA</i> 627<sup>a</sup>8, Theoc.4.52, Hsch.<br />bot. [[cardo cabrero]], [[Carthamus lanatus]] L., X.<i>Cyn</i>.9.15, Arist.l.c., Thphr.<i>HP</i> 6.4.6, Dsc.3.93, Gal.6.623, Hsch.
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀτρακτυλλίς]] Arist.<i>HA</i> 627<sup>a</sup>8, Theoc.4.52, Hsch.<br />bot. [[cardo cabrero]], [[Carthamus lanatus]] L., X.<i>Cyn</i>.9.15, Arist.l.c., Thphr.<i>HP</i> 6.4.6, Dsc.3.93, Gal.6.623, Hsch.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτρακτῠλίς''': ἤ ἀτρακτυλλίς, ίδος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀκανθώδους ἔχοντος [[σχῆμα]] ἀτράκτου, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον ἀτράκτους, Carthamus Creticus κατὰ τὸν Sprengel, (τὸ δὲ Euonymus Europaeus [[εἶναι]] τὸ Ἀγγλ. Spindle-tree), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 49, Θεόκρ. 4. 52, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 4, 6· ― «[[ἀτρακτυλίς]]· φυτὸν ἀκανθῶδες· οἱ δὲ τὴν ἀγρίαν κνῆκον» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp ἡ νεωτέρα [[ὀνομασία]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]] ἀτρακτύλι ἢ σταυραγκάθι.
|lstext='''ἀτρακτῠλίς''': ἤ [[ἀτρακτυλλίς]], ίδος, ἡ, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀκανθώδους ἔχοντος [[σχῆμα]] ἀτράκτου, ἐξ οὗ κατεσκεύαζον ἀτράκτους, Carthamus Creticus κατὰ τὸν Sprengel, (τὸ δὲ Euonymus Europaeus [[εἶναι]] τὸ Ἀγγλ. Spindle-tree), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 49, Θεόκρ. 4. 52, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 4, 6· ― «[[ἀτρακτυλίς]]· φυτὸν ἀκανθῶδες· οἱ δὲ τὴν ἀγρίαν κνῆκον» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp ἡ νεωτέρα [[ὀνομασία]] τοῦ φυτοῦ τούτου [[εἶναι]] ἀτρακτύλι ἢ σταυραγκάθι.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρακτῠλίς:''' ή ἀτρακτυλλίς, -[[ίδος]], ἡ, [[φυτό]] που μοιάζει με [[γαϊδουράγκαθο]] και χρησιμ. στην [[κατασκευή]] της ατράκτου, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ἀτρακτῠλίς:''' ή [[ἀτρακτυλλίς]], -[[ίδος]], ἡ, [[φυτό]] που μοιάζει με [[γαϊδουράγκαθο]] και χρησιμ. στην [[κατασκευή]] της ατράκτου, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj