Anonymous

φοβέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) τρέπομαι σε [[φυγή]], [[φεύγω]] φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ' ἐφέβοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bh</i><i>ē</i><i>g</i><sup>w</sup>- «[[φεύγω]] [[μακριά]] από [[κάτι]]» και αντιστοιχεί με τα: λιθουαν. <i>b</i><i>ě</i><i>gti</i> «[[τρέχω]]», λεττ. <i>b</i><i>ē</i><i>ga</i> «[[φυγή]]», αρχ. σλαβ. <i>b</i><i>ě</i><i>žatĭ</i> «[[φεύγω]]», ρωσ. <i>begu</i> «[[τρέχω]], [[φεύγω]]». Αρχική σημ. του ρ. [[φέβομαι]] [[είναι]] η σημ. «τρέπομαι σε [[φυγή]], [[φεύγω]]» και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] αναφορικά [[προς]] τον [[πανικό]] και τη [[φυγή]] [[κατά]] την ώρα της μάχης, από όπου προήλθε και η σημ. «[[φεύγω]] από φόβο» και [[επομένως]] «[[είμαι]] φοβισμένος», η οποία επικράτησε και για όλη την [[οικογένεια]] αυτή (<b>πρβλ.</b> [[φόβος]], <i>φοβοῦμαι</i>, [[φοβερός]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελληνική [[συχνά]] η [[έννοια]] του φόβου δηλώνεται με τ. οι οποίοι αναφέρονται στα αποτελέσματα, στους τρόπους εκδήλωσης του φόβου, <b>πρβλ.</b> <i>φοβοῦμαι</i> «τρέπομαι σε [[φυγή]]», [[τρέμω]] «πάλλομαι με γρήγορες κινήσεις από φόβο», [[φρίττω]] «ταράζομαι, [[τρεμουλιάζω]], [[ανατριχιάζω]]», [[βδύλλω]] «[[φοβάμαι]]» (<span style="color: red;"><</span> ρ. [[βδέω]] «[[πέρδομαι]]») και τα νεοελλ. [[παγώνω]], [[κερώνω]] κ.λπ. Η [[οικογένεια]] του ρ. [[φέβομαι]] [[πρέπει]] να διακριθεί σημασιολογικά από αυτήν της λ. [[δέος]], η οποία δηλώνει στην Αρχαία [[κυρίως]] την [[αγωνία]], την [[ανησυχία]], την [[ταραχή]] [[μπροστά]] σε ένα [[δίλημμα]] ή σε κάποια [[δυσκολία]] (<b>βλ.</b> και λ. [[δέος]]). Τέλος, το ρ. [[φέβομαι]] δεν χρησιμοποιήθηκε γενικώς, [[παρά]] μόνο στον Όμηρο και σε ορισμένους άλλους επικ. ποιητές, ενώ, αντίθετα, [[μεγάλη]] [[επίδοση]] γνώρισαν οι σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] τ. <i>φοβ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φόβος]], [[φοβούμαι]], [[φοβερός]]), οι οποίοι διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
|mltxt=[[φοβοῦμαι]], [[φοβέομαι]], ΝΜΑ, και [[φοβάμαι]] Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. [[φοβῶ]], [[φοβέω]], Α<br /><b>1.</b> διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, [[αντιμετωπίζω]] με φόβο κάποιον ή [[κάτι]] (α. «φοβάται τον [[πατέρα]] του» β. «[[φοβάμαι]] τη [[μοναξιά]]» γ. «[[φοβάμαι]] να βγω έξω με τέτοια [[βροχή]]» δ. «νὰ μὴν φοβᾶσ' εἰς ποταμὸν ξερὸν νά κινδυνεύσῃς», Πρόδρ.<br />ε. «φοβεῖσθαι τοὺς ἄνω θεούς», <b>Πλάτ.</b><br />στ. «φοβοῦμαι δ' [[ἔπος]] τόδ' ἐκβαλεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> κατέχομαι από φόβο [[μήπως]] συμβεί [[κάτι]] (α. «φοβάται μην πεθάνει» β. «[[φοβάμαι]] πως δεν θα αντέξω [[άλλο]]» γ. «φοβηθεὶς μὴ μετάσχοι τῆς τύχης», <b>Αριστοφ.</b><br />δ. «ἐφοβεῖτο, ὅτι ὀφθήσεται ἔμελλε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανησυχώ]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «[[φοβάμαι]] για την [[υγεία]] του» β. «[[φοβούμαι]] για το [[παιδί]] μου»)<br /><b>2.</b> [[υποψιάζομαι]] [[κάτι]] δυσάρεστο («[[φοβάμαι]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[ένοχος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ούτε]] θεό φοβάται, [[ούτε]] ανθρώπους ντρέπεται» — [[είναι]] εντελώς [[αναιδής]], [[ανήθικος]] ή [[άδικος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» — να δυσπιστείς [[πάντοτε]], να μην έχεις [[ποτέ]] [[εμπιστοσύνη]] σε παλαιούς εχθρούς σου, [[έστω]] και αν επιδεικνύουν καλές διαθέσεις, Βεργίλ.)- «φοβάται ο [[Γιάννης]] το [[θεριό]] και το [[θεριό]] τον Γιάννη» — δηλώνει αμοιβαίο φόβο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (στον Όμ.) [[τρέπω]] σε [[φυγή]] («[[Ζεὺς]] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φοβίζω]] («μὴ φίλους φόβει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ. μέσου ή οργάνου) [[φοβίζω]] κάποιον με [[κάτι]] («οὔτ' [[ἄγαν]] φοβεῖν λόγοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φοβούμαι]] φόβον» — [[αισθάνομαι]] φόβο (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φοβεῖσθαι τὸ ἀποθνήσκειν» — [[φόβος]] για τον θάνατο (<b>Πλάτ.</b>)<br />γ) «φοβοῦμαι ἔκ τινος» — [[φοβούμαι]] για κάποια [[αιτία]] (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «φοβοῦμαι ἀπό τινος» — [[φοβάμαι]] κάποιον (ΠΔ και ΚΔ)<br />ε) «φοβοῦμαι εἴς τι ή [[πρός]] τι» και «φοβοῦμαι ἐπί τινι» — καταλαμβάνομαι από φόβο για [[κάτι]]<br />στ) «φοβοῦμαι [[ἀμφί]] τινι» και «φοβοῦμαι [τι] [[περί]] τινος» και «φοβοῦμαι [[ὑπέρ]] τινος» — [[φοβάμαι]] για κάποιον<br />ζ) «φοβοῦμαι [[περί]] τι» και «φοβοῦμαι [[πρός]] τινα» — [[φοβάμαι]] για [[κάτι]] ή για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαναληπτικός τ. ενεστ. αιτιώδους σημ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>φοβ</i>- του ρ. [[φέβομαι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποθῶ</i>: [[θέσσασθαι]]: [[πόθος]])].<br />Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) τρέπομαι σε [[φυγή]], [[φεύγω]] φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ' ἐφέβοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bh</i><i>ē</i><i>g</i><sup>w</sup>- «[[φεύγω]] [[μακριά]] από [[κάτι]]» και αντιστοιχεί με τα: λιθουαν. <i>b</i><i>ě</i><i>gti</i> «[[τρέχω]]», λεττ. <i>b</i><i>ē</i><i>ga</i> «[[φυγή]]», αρχ. σλαβ. <i>b</i><i>ě</i><i>žatĭ</i> «[[φεύγω]]», ρωσ. <i>begu</i> «[[τρέχω]], [[φεύγω]]». Αρχική σημ. του ρ. [[φέβομαι]] [[είναι]] η σημ. «τρέπομαι σε [[φυγή]], [[φεύγω]]» και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] αναφορικά [[προς]] τον [[πανικό]] και τη [[φυγή]] [[κατά]] την ώρα της μάχης, από όπου προήλθε και η σημ. «[[φεύγω]] από φόβο» και [[επομένως]] «[[είμαι]] φοβισμένος», η οποία επικράτησε και για όλη την [[οικογένεια]] αυτή (<b>πρβλ.</b> [[φόβος]], <i>φοβοῦμαι</i>, [[φοβερός]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελληνική [[συχνά]] η [[έννοια]] του φόβου δηλώνεται με τ. οι οποίοι αναφέρονται στα αποτελέσματα, στους τρόπους εκδήλωσης του φόβου, <b>πρβλ.</b> <i>φοβοῦμαι</i> «τρέπομαι σε [[φυγή]]», [[τρέμω]] «πάλλομαι με γρήγορες κινήσεις από φόβο», [[φρίττω]] «ταράζομαι, [[τρεμουλιάζω]], [[ανατριχιάζω]]», [[βδύλλω]] «[[φοβάμαι]]» (<span style="color: red;"><</span> ρ. [[βδέω]] «[[πέρδομαι]]») και τα νεοελλ. [[παγώνω]], [[κερώνω]] κ.λπ. Η [[οικογένεια]] του ρ. [[φέβομαι]] [[πρέπει]] να διακριθεί σημασιολογικά από αυτήν της λ. [[δέος]], η οποία δηλώνει στην Αρχαία [[κυρίως]] την [[αγωνία]], την [[ανησυχία]], την [[ταραχή]] [[μπροστά]] σε ένα [[δίλημμα]] ή σε κάποια [[δυσκολία]] (<b>βλ.</b> και λ. [[δέος]]). Τέλος, το ρ. [[φέβομαι]] δεν χρησιμοποιήθηκε γενικώς, [[παρά]] μόνο στον Όμηρο και σε ορισμένους άλλους επικ. ποιητές, ενώ, αντίθετα, [[μεγάλη]] [[επίδοση]] γνώρισαν οι σχηματισμένοι από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] τ. <i>φοβ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φόβος]], [[φοβούμαι]], [[φοβερός]]), οι οποίοι διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm