3,258,334
edits
(CSV import) |
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ψίθυρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιγανή, συγκεχυμένη [[ομιλία]], [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο [[ψίθυρος]] τών φύλλων»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψιθυρίζει<br /><b>2.</b> (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα<br /><b>3.</b> [[συκοφαντικός]] («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει | |mltxt=ο / [[ψίθυρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σιγανή, συγκεχυμένη [[ομιλία]], [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο [[ψίθυρος]] τών φύλλων»)<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψιθυρίζει<br /><b>2.</b> (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα<br /><b>3.</b> [[συκοφαντικός]] («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ψίθυρος]]<br />[[ψιθυριστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψιθύρως]] Α<br />συκοφαντικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[ψιθυρίζω]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>psithyrus</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |